Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Τρεις εσείς, τρεις κι εμείς


Μετάνοια και νηστεία

Η πρόταση της Εκκλησίας στον ταλαιπωρημένο, τον πονεμένο, τον ανικανοποίητο άνθρωπο της 3ης χιλιετηρίδας, μπορούμε να πούμε ότι συγκεφαλαιώνεται μέσα σε δύο και μόνο μα δυναμικές λέξεις: Μετάνοια και νηστεία. 
Η μετάνοια αναφέρεται στον όλο άνθρωπο. Στην ολοκληρωτική αλλαγή του. Σε μια ανακαινιστική πορεία επιστροφής και σταθερή απόφαση απάρνησης του «παλαιού» εαυτού μας. Η νηστεία είναι το επισφράγισμα της μετανοίας. Υπογράφει και αποδεικνύει έμπρακτα τη μεγαλειώδη και ηρωική απόφαση για νέα πλέον «εν Χριστώ» ζωή και χωρίς την καταστρεπτική ψευτιά που μας προσφέρει ο διαζευγμένος με τον Θεό κόσμος.
Και βέβαια αναφερόμενοι στη νηστεία δεν εννοούμε και δεν περιοριζόμαστε μονάχα στην περίπτωση της τροφής. Νηστεία είναι μια ευρύτατη έννοια, μέσα στην οποία μπορούμε να χωρέσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν στον άνθρωπο και τον προσδιορίζουν ως πρόσωπο. Νηστεία είναι η αποκοπή, είναι ο περιορισμός οποιουδήποτε πάθους που μας αποτρέπει από τη συνάντηση μας με τον Χριστό. Νηστεία είναι μια δυναμική πορεία που μας οδηγεί στην ταπείνωση, στον αυτοέλεγχο, τη συγγνώμη, την εγκράτεια, την άσκηση, την αγάπη, την επιστροφή τελικά στον Τριαδικό Θεό, που η κοινωνία μαζί Του είναι ο επιζητούμενος Παράδεισος .
Η νηστεία δεν είναι ο σκοπός αλλά το μέσο προς επίτευξη του σκοπού, που τον καιρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η προσκύνηση του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Είναι απαράδεκτο η νηστεία να θεωρείται ως το κεντρικό και μοναδικό ζήτημα της ασκητικής και όλης της χριστιανικής ζωής.
Η νηστεία δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια τυπική διαδικασία επιλογής ή απορρίψεως τροφών, να αποβλέπει δηλαδή σε ένα είδος αυτοδικαιώσεως, σε μια αυτάρεσκη ή ανθρωπάρεσκη ρύθμιση ατομικών επιθυμιών ή αναγκών. Είναι η κλήση να «αφήσωμεν της σαρκός την ευπάθειαν και να αυξήσωμεν της ψυχής τα χαρίσματα» και συγκεκριμένα να απελευθερωθούμε από τα πάθη μας για να πραγματοποιήσουμε την καθολική τη μία και μόνο αγάπη, χωρίς την οποία δεν υπάρχει η ζωή.
Αναδημοσίευση από: Ηλιαχτίδα

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Η επίσκεψη του Χριστού


Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφορίσει αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ. Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθατε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες, Κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενοῦντα ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων. Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ [οἱ] κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται καὶ αὐτοὶ λέγοντες, Κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν.
(Ματθ. κε' 31-46)
Η τρίτη πράξη της ευχάριστης ταινίας «Ψυχοφελείς Ιστορίες και Παραβολές», λευκορωσικής παραγωγής, με πολύ διδακτικό περιεχόμενο βασισμένο στη σημερινή ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Απόκρεω.
Μετάφραση: Ευγενία Τελιζένκο
Υποτιτλισμός: Ενορία Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου 40 Εκκλησιών, Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης
Αναδημοσίευση από: Η αγάπη πάντα ελπίζει




Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ἔκκληση γιά μή διοργάνωση τοῦ καρναβαλιοῦ


ΕΚΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΜΗ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ

Πρός τόν ἀξιότιμο Δήμαρχο Πάτρας, κ.Γιάννη Δημαρά
καί Ξάνθης, κ.Μιχαήλ Στυλιανίδη

Εἶμαι ἐκπαιδευτικός ἀπ’ τή Θεσσαλονίκη καί ἤθελα νά σᾶς ἀπευθύνω αὐτό τό μήνυμα ὡς μείζονος σημασίας, γιατί ἐκφράζει τόσο ἐμένα προσωπικά, ὅσο και ἑκατομμύρια ἄλλους Χριστιανούς Ὀρθόδοξους Ἕλληνες. Αὐτό τό μήνυμα ἔχω ἱερή ὑποχρέωση νά σᾶς τό ἀπευθύνω πρῶτον ὡς Ὀρθόδοξη Χριστιανή, δεύτερον ὡς Ἑλληνίδα καί τρίτον ὡς ἔντιμος ἄνθρωπος.
Τό Καρναβάλι πού διοργανώνεται κάθε χρόνο στήν πόλη σας καί στό ὁποῖο συμμετέχουν χιλιάδες ἀνθρώπων αὐτοπροσώπως κι ἑκατομμύρια παρακολουθοῦν τηλεοπτικῶς ( κι ἐπηρρεάζονται ὁδηγούμενοι σέ «ἤθη» πού μόνο ἠθική ὠφέλεια δέν παρέχουν, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι ἀνάρμοστα ), ἀποτελεῖ ἀρχαῖο παγανιστικό ἔθιμο μέ ἀνθρωποθυσίες, κραιπάλες καί ἄλλες ἀσωτεῖες γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ Βάαλ.
Προσβάλλει τό συνταγματικά ἐπίσημο θρήσκευμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καί ἄρα τούς πιστούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς, πρό πάντων ὅμως προσβάλλει τόν ἴδιο τόν Θεό, πρᾶγμα τρομερό! Σημειωτέον, ὅτι τήν Κυριακή πού διοργανώνεται, τελεῖται ὁ ἐσπερινός τῆς συγγνώμης στούς Ἱερούς Ναούς, γιά νά συγχωρεθοῦμε μεταξύ μας, ἐνῶ συγχρόνως παρακαλοῦμε τό Θεό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες μας καί τόν ἄσωτο βίο μας. Τυχαῖο;

Κατανοῶ πώς ἐλεύθερα συμμετέχουν μέ τή θέλησή τους κάποιοι συνέλληνες μέ τρόπο πού αὐτοί ἐπιλέγουν. Ἐπίσης κατανοῶ τήν προσφορά «ἐργασίας» πού παρέχει σέ κάποιους ἄλλους συνέλληνες σέ τέτοιες περιόδους οἰκονομικῆς κρίσεως, καθώς καί τά κέρδη πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ἐπισκεψιμότητα στήν πόλη σας.
Ὅμως ὁ σκοπός δέν ἁγιάζει τά μέσα! Περνᾶτε ( καθώς καί οἱ προηγούμενες Δημοτικές Διοικήσεις ) βλαβερά μηνύματα σέ ψυχές ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων καί μάλιστα σέ καιρούς ὅπου δεν ἀρμόζουν μασκαρέματα, γλεντοκόπια κι ἀσωτεῖες, ἀλλά μετάνοια, ἀλήθειες μέ πεσμένες μάσκες, σύνεση κι ἐγκράτεια, γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ Ἐθνικοῦ ναυαγίου τό ὁποῖο ὑποστήκαμε. Περνᾶτε βλαβερά μηνύματα γιά τή σωτηρία τῶν βαπτισμένων μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων καί τῆς δικῆς σας, τό ὁποῖο Ἅγιον Πνεῦμα τό λυπεῖτε καί προσβάλλετε κατάφορα καί ἐπιπλέον καταδικάζετε τήν ἔξωθεν καλή μαρτυρία στούς ἀπίστους πού ζοῦνε στή χώρα μας.
Κάποτε θά δώσουμε ἀναφορά στό Ἱερό Βῆμα τοῦ Θεοῦ γιά τίς πράξεις μας, γιά τό τί κάναμε στήν ψυχή μας, ἀλλά καί γιά τό πόσες ψυχές παρασύραμε στόν αἰώνιο ὄλεθρο.
Σᾶς παρακαλῶ ἐκ βάθους καρδίας νά σταματήσετε τό καρναβάλι καί νά ἀποδείξετε ὡς δημόσιος λειτουργός τήν εὐαισθησία καί δημιουργικότητά σας, μέ δραστηριότητες ὠφέλιμες γιά τήν Πατρίδα, τήν ὁποία ὁρκιστήκατε στό ὄνομα τῆς Ὁμοουσίου κι Ἀδιαιρέτου Ἁγίας Τριάδος νά ὑπηρεῖτε εὐλαβικά, ὅπως καί γιά τούς συνανθρώπους σας πού ζοῦνε σ’ αὐτήν.
Μέ τιμή,
Μ.Σ. ἐκπαιδευτικός

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Το καρναβάλι


Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ιεροκήρυκος Πατρών
ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ*
(μία Θεολογική θεώρηση)
ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Είναι συνέχεια ειδωλολατρικών εορτών
Η Αγία μας Εκκλησία, όπως γνωρίζουμε, είναι ο θεματοφύλακας της θείας αποκεκαλυμμένης αληθείας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να προσφεύγουμε σ' αυτή, για να διδασκώμαστε την αλήθεια πάνω σε όλα τα υπαρξιακά, οικογενειακά και κοινωνικά μας προβλήματα. Και αυτό γιατί η Εκκλησία, κατά τον Χομιακόφ «είναι η ζωή του Θεού μέσ' στους ανθρώπους»1. Οι άνθρωποι δέχονται την Εκκλησία -όπως και είναι- σαν «κιβωτό σωτηρίας». Η σωτηρία του ανθρώπου πραγματοποιείται με την ένωσή του με το σώμα του Χριστού, τον εγκεντρισμό και ενοφθαλμισμό του δηλαδή στον δεύτερο ή νέο Παράδεισο, το Κυριακόν σώμα. Τότε γίνεται ο άνθρωπος «σύμφυτος τω Χριστώ (Ρωμ. 6, 5)» «και κοινωνεί στην ζωή και χάρη του Χριστού που χορηγούνται μέσα στην ζωή της Εκκλησίας»2. Έτσι με την χάρη της, τον φωτισμό της και την διδασκαλία της, οι πιστοί όλων των γενεών νικούν ό,τι σκοτεινό, φθαρτό και αμαρτωλό υπάρχει στον κόσμο και γεμίζουν από αγιασμό και χαρά αναστάσιμη.
Γι' αυτό και στο θέμα που διαπραγματευόμαστε, η αγία μας Εκκλησία θα ρίξη άπλετο φως για να ξεχωρίση το γερό από το σάπιο, την αλήθεια από το ψέμα. Και η αλήθεια για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις εμπεριέχεται σ' αυτά που μας λέει στις Κατηχήσεις του ο ιερός Χρυσόστομος: «Αποτάσσομαί σοι, Σατανά και τη πομπή σου και τη λατρεία σου και τοις έργοις σου. Είδετε οία των συνθηκών τα γραμματεία; Μετά γαρ την αποταγήν του πονηρού και πάντων των τω πονηρώ διαφερόντων πραγμάτων πάλιν λέγειν παρασκευάζει. Και συντάσσομαί σοι Χριστέ»3. Είναι φοβερές και καθοριστικές για την σωτηρία του οι υποσχέσεις που δίνει ο πιστός κατά την ώρα της βαπτίσεώς του. Υπόσχεται σαν μέλος πλέον της Εκκλησίας να απέχη από την λατρεία, την πομπή και τα έργα του Σατανά. Είναι υποχρεωμένος ο στρατιώτης του Χριστού, ο βαπτισμένος στο όνομα του Τριαδικού Θεού, να φυλάξη τις υποσχέσεις αυτές μέχρι της αναχωρήσεώς του από την πρόσκαιρη αυτή ζωή....
Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις είναι συνέχεια των αρχαίων ειδωλολατρικών εκδηλώσεων. Επομένως μπορούμε ανεπιφύλακτα να πούμε ότι είναι πομπές και έργα σατανικά. Είναι με ένα λόγο λατρεία του Σατανά. Λατρεύω σημαίνει τιμώ τον Θεό, υπεραγαπώ, φροντίζω κ.ο.κ.4. Τί άλλο είναι οι πολυήμερες προετοιμασίες, τα υπέρογκα ποσά που δαπανώνται και η γιορταστική ατμόσφαιρα που υπάρχει τις ημέρες των εκδηλώσεων αυτών, με αποκορύφωμα την παρέλαση των αρμάτων, προπορευομένου του άρματος -ένας άνδρας να κρατά ένα ποτήρι κρασιού- που συμβολίζει τον θεό Διόνυσο; Δεν είναι όλα αυτά πομπή και λατρεία του Σατανά; Δεν είναι παράβαση των όσων έχουμε υποσχεθεί κατά την ώρα του βαπτίσματός μας; Τουλάχιστον η Αγία μας Εκκλησία έτσι το βλέπει και γι' αυτό το 1957 σε εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου το στηλιτεύει και παρακαλεί τα τέκνα της να απέχουν απ' αυτές τις εκδηλώσεις....
Οι Ορθόδοξοι Ιεράρχες καλούν τον λαό των Πατρών, αλλά και όλο τον ορθόδοξο ελληνικό λαό να «εγκαταλείψουν αυτά τα σκοτεινά και οργιώδη βακχικά σκιρτήματα...», γιατί κάθε ορθόδοξος χριστιανός ενεδύθη τον Χριστό στο Άγιο Βάπτισμα, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε...», και έτσι οφείλει να ζη και να συμπεριφέρεται σαν εικόνα του Χριστού.
Ο αείμνηστος άγιος Γέροντας πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ο μεγαλύτερος αγωνιστής κατά των ειδωλολατρικών αυτών εκδηλώσεων, γράφει σ' ένα του βιβλίο: «Και ερωτώ: ο μετέχων των εορτών των απόκρεω τηρεί ό,τι η Αγία Γραφή μετ' εκκλήσεως ικετεύει και ζητεί από ένα έκαστον εξ ημών, λέγουσα: «Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού... μη συσχηματίζεσθαι τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός ημών, εις το δοκιμάζειν υμάς τί το θέλημα του Θεού το αγαθόν, και ευάρεστον και τέλειον»; Και πάλιν ε­ρωτώ: πληροί τους όρους τούτους ο καρναβαλιστής; ή κατηργήθη η διάταξις, η θεία διάταξις η παραγγέλλουσα «μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν, καθώς πρέπει αγίοις, και αισχρότης και μωρολογία ή ευτραπελία τα ουκ ανήκοντα»5;
Ο λόγος του Θεού είναι βεβαίως ακατανόητος για τους εκτός της Εκκλησίας ανθρώπους και «τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον» (Εβρ. 4, 12). Χώρισε όχι μόνον τους τότε ακροατές Του, αλλά και πολλούς άλλους μέσα στους αιώνες. Και αυτό θα γίνεται συνεχώς. Θα τους χωρίζη πάντοτε και συνέχεια. Η Εκκλησία μας δεν είναι μόνο τελετές. Είναι ζωή. Είναι η ζωή μας. Είναι η δύναμη που διαμορφώνει το «είναι» μας. Μόνο η θεανθρώπινη δύναμη της αγίας μας Εκκλησίας μπορεί να μας σώσει από τον σύγχρονο κατακλυσμό. Για να γίνη, όμως, αυτό χρειάζεται να υπακούει ο άνθρωπος στα κελεύσματά της, στον νόμο της, στην διδασκαλία της.
Το ιερό στόμα της αγίας μας Εκκλησίας που εκφράζει το «θέλω» της είναι οι θεοφόροι Πατέρες. Οι «εν Αγίω Πνεύματι» συνάξεις τους για την τακτοποίηση δογματικών θεμάτων της Εκκλησίας είχαν σαν αποτέλεσμα την θέσπιση Κανονικών διατάξεων, που συνιστούν την βούληση της Εκκλησίας και την απλανή οδόν σωτηρίας.
Ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Μπούμης γράφει σχετικώς: «Ως είναι γνωστόν, κανών κατ' αρχάς σημαίνει την ξυλίνην ράβδον (χάρακα), την οποίαν μεταχειρίζεταί τις δια να σύρη ευθείαν γραμμήν ή δια να ελέγξη την ευθύτητα γραμμής τινος. Μεταφορικώς δε κανών λέγεται και παν, ό,τι χρησιμεύει ως πρότυπον δια την ορθήν εκτέλεσιν πράξεώς τινος, ως οδηγός ή ως κριτήριον αυτής. Και οι κανόνες, λοιπόν, ούτοι των Οικουμενικών Συνόδων ως παρέχοντες το ορθόν, την αλήθειαν, προσφέρουν εις έκαστον πιστόν το πρότυπον, βάσει του οποίου οφείλει ούτος να πολιτεύεται, ή βάσει του οποίου δύναται ούτος να ελέγχη την ορθότητα των πράξεών του. Οι Κανόνες αποτελούν εν μέτρον, εν κριτήριον αλάθητον. Βάσει αυτών κρίνονται οι πράξεις των πιστών, των ποιμένων, και των ποιμενομένων. Οι Κανόνες συνιστούν ένα γνώμονα τελειότητος, και όστις βαδίζει, ενεργεί και πολιτεύεται περισσότερον συμφώνως προς αυτούς, ούτος δέον να θεωρείται τελειότερος, αγιώτερος, και δικαιότερος. Όστις, αντιθέτως, απομακρύνεται απ' αυτών, απομακρύνεται από το ορθόν, από το τέλειον, από το δίκαιον και το άγιον»6. Στις Κανονικές αυτές διατάξεις, δηλαδή στους ιερούς Κανόνες, υπάρχει συμπεπυκνωμένη η ποιμαντική πείρα και η θεολογία της Εκκλησίας μας. Ο πατήρ Γεώργιος Καψάνης, Ηγούμενος της ιερ. Μονής Γρηγορίου του Αγίου Όρους, γράφει σχετικώς: «Οι ιεροί Κανόνες εκφράζουν την εμπειρίαν της Καθολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, συνοδικώς και αγιοπατερικώς βεβαιουμένην».
Έτσι για το θέμα που διαπραγματευόμαστε, παραθέτουμε την ερμηνεία του οσίου Νικόδημου εις τον ΞΒ' Κανόνα της ΣΤ' Οικουμεν. Συνόδου: «Καλάνδαι ονομάζονται αι πρώται ημέραι του κάθε μηνός, εις τας οποίας οι Έλληνες εσυνείθιζον να εορτάζουν, δια να απερνούν τάχα όλον τον μήνα με ευθυμίαν και τα βοτά δε και βρουμάλια, Ελληνικαί ήτον εορταί, τα μεν βοτά ήτοι βοσκήματα και πρόβατα, εις τιμήν του θεού του Πανός, ος τις ενομίζετο από τους Έλληνας ότι είναι έφορος των προβάτων και των λοιπών ζώων τα δε βρουμάλια εις τιμήν του Διονύσου... Προστάζει λοιπόν ο παρών Κανών, ότι τα τοιαύτα Ελληνικά, αλλά δη και η κατά την πρώτην Μαρτίου τελουμένη πανήγυρις, δια την ευκρασίαν τάχα του έαρος, να ασηκωθούν ολοτελώς από την πολιτείαν των χριστιανών. Μήτε χοροί απλώς δημόσιοι γυναικών, να γίνωνται, ούτε εορταί, και χοροί από άνδρας και γυναίκας εις όνομα των Ελλήνων ψευδοθεών. Ορίζει δε προς τού­τοις, ότι μήτε άνδρας να φορή γυναικεία ούτε γυναίκα ρούχα ανδρίκια. αλλά μήτε να μουρόνωνται με μουτσούνας και προσωπίδας κωμικάς, ήτοι παρακινούσας εις γέλωτας, ή τραγικάς, ήτοι παρακινούσας εις θρήνους και δάκρυα, ή σατυρικάς ήτοι ιδίας των Σατύρων και βάκχων, οίτινες εις τιμήν του Διονύσου, ως εκστατικοί και δαιμονισμένοι εχόρευον, και ότι τινάς να μην επικαλήται το όνομα του συγχαμερού Διονύσου (ος τις ενομίζετο πώς ήτο δοτήρ του οίνου και έφορος), όταν πατώνται τα σταφύλια εις τους ληνούς, μήτε να γελά και να καγχάζει, όταν βάλλεται ο νέος οίνος εις τα πιθάρια. Λοιπόν όποιος από του νυν και εις το εξής, αφ' ου έμαθε περί τούτων, εν γνώσει επιχειρήσοι να κάμη κανένα από τα προρρηθέντα τούτα δαιμονιώδη και ελληνικά, ει μεν είναι κληρικός, ας καθαίρεται, ει δε λαϊκός ας αφορίζεται»7.
Εδώ βλέπουμε καθαρά να ασχολείται η ΣΤ' Οικ. Σύνοδος με τους ανεπίτρεπτους χορούς, με τις μάσκες τις σατυρικές, τις κωμικές και τις τραγικές, με τις βακχικές γιορτές, τις ειδωλολατρικές γιορτές της πρώτης Μαρτίου (σήμερα πρώτης Μαΐου), με την ανδρική ενδυμασία των γυναικών και την γυναικεία των ανδρών και γενικά με όλα εκείνα που συμβαίνουν κατά τις ημέρες των απόκρεω, τα οποία κατακρίνει και υποβάλλει τους μεν κληρικούς σε καθαίρεση, τους δε λαϊκούς σε αφορισμό, αν συμμετάσχουν σ' αυτά τα αντιορθόδοξα και αντιεκκλησιαστικά έκτροπα.
Αυτός ο Κανών πρέπει να μας προβληματίση. Ομιλεί το Πανάγιο Πνεύμα μέσω των Αγίων Πατέρων της Συνόδου. «Ως έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», ομολογούν οι ίδιοι οι Πατέρες και επομένως είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούσουμε. Δεν είναι δυνατόν να υπερασπίζουμε τους ιερούς Κανόνες, όταν πρόκειται για προσωπικά συμφέροντα και να τους απορρίπτουμε, όταν μας ελέγχουν για τις αντιεκκλησιαστικές και αντιορθόδοξες πράξεις μας. Πρέπει η καρδιά του κάθε πιστού μέλους της Εκκλησίας να πονά και να ματώνη, όταν διαπιστώνη «κανονική» παράβαση. Ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας γι' αυτή την παρακοή λέει: «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων Κανόνες και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιαστικών απελήλαται. και φοβούμαι μη κατά μικρόν της αδιαφορίας ταύτης οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα...»8. Εκείνοι που στρέφονται εναντίον των Κανόνων είναι οι προτεσταντίζοντες θεολόγοι, κληρικοί και λαϊκοί. Αυτοί δεν γνωρίζουν, ούτε έχουν ακούσει ποτέ την φωνή του Κυρίου μας που λέει: «εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσετε» (Ιωάν. 14, 15). Αυτό πρέπει να τονισθή ιδιαιτέρως στον λαό του Θεού από τους Ποιμένες του. Το «εν γνώσει τούτων καθισταμένους τούτους» της ΣΤ' Οικ. Συνόδου σημαίνει ότι Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι και λαϊκοί θεολόγοι οφείλουν εγκαίρως να προειδοποιούν το ποίμνιο της αγίας μας Εκκλησίας, για να μην υπάρχει άγνοια κατά τις ημέρες των καρναβαλικών εκδηλώσεων.
Ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση και υποκίνηση για έναν ουσιαστικό αγώνα κατά των ειδωλολατρικών αυτών εκδηλώσεων, είναι το μαρτυρικό τέλος που έλαβε ο Απόστολος και μαθητής του Αποστόλου των Εθνών Παύλου Τιμόθεος, Επίσκοπος Εφέσου. Το παραθέτουμε, όπως ακριβώς το αναφέρει ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Μίαν φοράν βλέπων τους Έλληνας ότι εις μίαν πάτριον εορτήν Καταγώγιον ο­νομαζομένην έκαμνον αταξίας, είδωλα βαστάζοντες εις τας χείρας, προσωπίδας βάλλοντες εις τα πρόσωπα, τραγωδούντες, ορμώντες ληστρικώς επάνω εις άνδρας και γυναίκας και φονεύοντες ο εις τον άλλον, ταύτα λέγω, βλέπων εθερμάνθη από το πυρ του θεϊκού ζήλου και δεν υπέφερε τα τοιαύτα άτοπα, αλλ' εδίδασκεν αυτούς και παρεκίνει να παύσωσι τας αταξίας ταύτας. Οι δε απάνθρωποι εκείνοι και θηριώδεις κινηθέντες από κακίαν και θυμόν μεγάλον εφόνευσαν τον του Κυρίου Απόστολον με τα ξύλα, τα οποία είχαν εις τας χείρας των. Και ούτω ο μακάριος τελειωθείς, ενεταφιάσθη από τους χριστιανούς...»9. Ο Επίσκοπος Εφέσου Τιμόθεος έδωσε την ζωή του για την κατάργηση των απαράδεκτων αυτών γιορτών. Εμείς κληρικοί και λαϊκοί, τί λόγο θα δώσουμε στον δίκαιο Κριτή τον Θεό μας, για την αμέλεια που δείχνουμε ως προς το θέμα αυτό, η οποία πολλές φορές φθάνει μέχρι αποδοχής αυτών των εκδηλώσεων, σαν ένα STATUS QUO, με το οποίο δεν μπορούμε πλέον να έλθουμε σε αντίθεση και να το καταπολεμήσουμε; Φοβούμαι ότι θα ακούσουμε τα λόγια του Προφήτου Ιερεμίου: «επικατάρατος ο οποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς...» (Ιερ. 31, 10).
Από όλα όσα ελέχθησαν σ' αυτή την παράγραφο πιστεύουμε ότι έγινε αντιληπτό πως οι καρναβαλικές εκδηλώσεις είναι η συνέχεια των ειδωλολατρικών εκδηλώσεων προς τιμήν του θεού Διονύσου και η αγία μας Εκκλησία είναι τελείως αντίθετη προς αυτές...
Για το Καρναβάλι στην πόλη των Πατρών
Ο φωτισμένος, ζηλωτής και άγιος Γέροντας των Πατρών Γερβάσιος Παρασκευόπουλος έλεγε: «Το πατρινό καρναβάλι παρουσιάζεται ως μέσον αναζωογονήσεως, αλλά είναι πράγματι ένα από τα βαθύτερα συμπτώματα του πνευματικού μαρασμού της πόλεως»10.
Ίσως θα μπορούσε κάτι να κατορθώσει αυτή η προφητική φωνή, εάν δεν αντιδρούσαν, παίρνοντας το μέρος των καρναβαλιστών, μερικοί θεολόγοι, κληρικοί και λαϊκοί. Γι' αυτό ο «όντως» ποιμήν πατήρ Γερβάσιος χρησιμοποιεί την χρυσοστόμιο γλώσσα για να στηλιτεύση τους αντιδραστικούς: «Αφορμή μας δί­νουν για να μιλήσουμε καθηγηταί τινες της Θεολογίας -ταλαίπωρος Θεολογία- διακηρήξαντες ότι επιτρέπεται και ο χορός και αι «αποκριάτικες» ευτραπελίαι. Επίσης και τα «επίσημα» Εκκλησιαστικά περιοδικά τα ομιλούντα περί «Αποκριάτικης χαράς»... Εάν πρόκειται περί θείων εντολών και απαγορεύσεων, τίνες είναι αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι «μεγάλοι» καθηγηταί της Θεολογίας, οι οποίοι τολμώσιν, ως καθηγηταί τάχα, να διακηρύττουν όσα αναφέρθησαν; Αλλά εάν υπήρχε ζώσα Εκκλησία και κράτος γνησίων ορθοδόξων Κυβερνητών, θα έπρεπε την επο­μένην αυτοί οι κύριοι ή να ανεκάλουν ή να διωρίζοντο διδάσκαλοι παρά τα βουλγαρικά σύνορα»11. Απευθυνόμενος ο άγιος Γέροντας προς τους Εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες λέει: «Άρχοντες της Εκκλησίας και του λαού έκαστος υμών γινωσκέτω, ότι δεν δύνασθε να σιωπάτε. Έχετε υποχρέωσιν και καθήκον να διαφωτίσητε το ποίμνιον, ο δια του ιδίου Αίματος εκαθάρισεν ο Αρχηγός της σωτηρίας ημών. Σιωπώντες αφίνετε τον λαόν του Θεού εν τω σκότει και τη πλάνη, την δε λαϊκήν δημοσιογραφίαν να αναλαμβάνη έργα διαφωτιστού και διδασκάλου του χριστεπωνύμου πληρώματος, επί μεγίστη βλάβη αλλά και ψυχική απωλεία αυτού... Καθ' ημάς, Ιεροκήρυξ αποφεύγων να επιληφθή του υπό του ως άνω ιερού Κανόνος θιγομένου θέματος δια να μη δυσαρεστήση, Θεού δούλος και Θεού διάκονος ουκ έστιν»12 ....
Ψυχαγωγία - Διασκέδαση
Διατείνονται, όμως, μερικοί ότι η όλη αυτή γιορ­ταστική περίοδος είναι μία ευκαιρία απομακρύνσεως του ανθρώπου από τα καθημερινά βασανιστικά του προβλήματα. Είναι μία ευκαιρία χαράς, διασκεδάσεως, ψυχαγωγίας.
Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Νομίζουμε ότι οι χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, δεν πρέπει να είμαστε πρόχειροι σε συμπεράσματα ανεύθυνα. Πρέπει με πολλή ευθύνη και σοβαρότητα να εξετάζουμε τα θέματα αυτά και μάλιστα όταν η αγία μας Εκκλησία λαμβάνει αρνητική στάση.
Τί σημαίνει διασκέδαση; Πολλοί ταυτίζουν την έννοια της διασκεδάσεως με την έννοια της ψυχαγωγίας. Αυτό είναι λάθος. Διασκεδάζω σημαίνει διασκορπίζω τον νου μου (Διασκεδάννυμι = διασκορπί­ζω μακράν)13. Ο νους, όμως, είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Με την διασκόρπιση του νου η ψυχή δεν γνωρίζει που βρίσκεται, τί πράττει, προς τα που πηγαίνει. Ο άνθρωπος κομματιάζεται σαν πρόσωπο, χάνει την αρμονία της φύσεώς του και γίνεται ένα τμήμα της. Αυτή η μερικότητα τον οδηγεί σ' ένα κλείσιμο, σ' έναν εγωκεντρικό χώρο και τον κάνει φίλαυτο και επιθετικό προς τους άλλους. Γι' αυτό έχουμε, πολλές φορές, σοβαρά επεισόδια που φθάνουν μέχρι και τον φόνο σε κοσμικές διασκεδάσεις. Αυτή η φιλαυτία και η επιθετικότητα κάμνει τον άνθρωπο να μην σέβεται τον συνάνθρωπο σαν πρόσωπο, να έχη την τάση να τον υποτιμά και να τον υποτάσση στις δικές του ορέξεις. Συμβαίνει, όμως, και κάτι άλλο. Για να στηρίξη τον εαυτό του που κλονίζεται σοβαρά μέσα σ' αύτη την διάσπαση, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, αδικεί, μισεί και αισθάνεται τον συνάνθρωπο σαν την κόλασή του. «Η κόλαση είναι οι άλλοι»14 έλεγε ο διεσπασμένος άθεος υπαρξιστής Σαρτρ. Με την διασκέδαση ο άνθρωπος βιώνει, θα λέγαμε, εντονώτερα τον καθημερινό θάνατό του.
Για να δούμε, όμως, όταν λέμε ψυχαγωγούμαι, τί σημαίνει αυτό. Ψυχαγωγέω - ω σημαίνει «οδηγώ τας ψυχάς»15. Ψυχαγωγία = οδήγηση της ψυχής σε αναψυχή, σε τέρψη, σε κάτι ανώτερο πνευματικώς.
Η αρχική σημασία του «ψυχαγωγώ» ήταν η οδήγηση των ψυχών των νεκρών στον κάτω κόσμο. Κατόπιν πήρε μιαν άλλη σημασία, που είναι η έλκυση των ψυχών προς κάτι καλύτερο από τον χώρο του Ά­δη, με θυσίες και προσευχές. Έτσι ψυχαγωγία τελικά σημαίνει την οδήγηση της ψυχής από τα χειρότερα στα καλύτερα. Σημαίνει την πνευματική τέρψη, χαρά και ευτυχία. Γι' αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την παράκληση του πιστού προς τον Ουράνιο Πατέρα «πλήρωσον χαράς και ευφροσύνης τας καρδίας ημών» μας λέει: «Ποίας άρα χαράς λέγει; μη της βιοτικής; Μη γένοιτο. ου γαρ αν, ει ταύτην ήθελον, ορών κορυφάς κατελάμβανον και ερημίας, και σάκκον περιεβάλλοντο. Αλλ' εκείνην λέγουσι την χαράν την ουδέν κοινόν έχουσαν προς τον παρόντα βίον, την των Αγγέλων, την άνω. Και ουχ απλώς αυ­τήν αιτούσιν, αλλά μετά πολλής της υπερβολής. ου γαρ λέγουσι, δος, αλλά «πλήρωσον». και ου λέγουσιν ημάς, αλλά «τας καρδίας ημών». Αυτή γαρ μάλιστα καρδίας χαρά»16.
Ο άνθρωπος με την ψυχαγωγία ανανεώνεται και ανακουφίζεται ψυχοσωματικώς. Η ψυχαγωγία και όχι η διασκέδαση αποτελεί ουσιώδες συστατικό της ευαγγελικής διδασκαλίας. «Και είπεν αυτοίς ο Άγγελος. μη φοβήσθε. ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγά­λην, ήτις έσται παντί τω λαώ» (Λουκ. Β', 10). Αλλά και ο Κύριός μας αυτό επιζητεί για τους μαθητές Του: «...και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω, ίνα έχωσιν την χα­ράν την εμήν πεπληρωμένην εν εαυτοίς» (Ιω. ΙΖ', 13). Μετά δε την Ανάληψή Του οι Μαθητές «υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. ΚΔ', 53). Έτσι βλέπουμε ότι η Γέννηση, η Ανάσταση και η Ανάληψη του Θεανθρώπου Κυρίου μας αποτελούν πηγές ανεκλαλήτου χαράς και ευφροσύνης για τους ανθρώπους. Γι' αυτό η ψυχαγωγία με την πραγματική της έννοια δέσποζε πάντοτε στην ζωή των χριστιανών. «...Αεί χαίροντες» ήσαν οι πιστοί. Ο δε Απόστολος των Εθνών Παύλος παραγγέλει: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε. πάλιν ερώ χαίρετε» (Φιλιπ. Δ', 4 και Α' Θεσσ. Ε', 16).
Αυτήν την χαρά της ψυχαγωγίας έζησε και ο Κύριός μας μαζί με την Παναγία Μητέρα Του και τους μαθητές Του στον γάμο της Κανά. Επίσης στην ωραία εκείνη παραβολή του Ασώτου υιού ο Ίδιος ο Κύριός μας προτρέπει σ' αυτή την ψυχαγωγία: «ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε και φαγόντες ευφρανθώμεν» (Λουκ. ΙΒ', 29). Και άρχισαν όχι απλώς να ευφραίνωνται, αλλά ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας διασώζει και το πώς ευφραίνονταν: «μετά συμφωνίας και χορών» (Λουκ. ΙΕ', 26). Σε μια άλλη παραβολή πάλι ο Κύριος μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο βασιλέα, που επιθυμεί να κάμη και τους άλλους μετόχους της δικής του χαράς για τους γάμους του γιου του: «εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς» (Λουκ. ιδ', 16).
Από όλα αυτά τα χωρία που παραθέσαμε βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η ψυχαγωγία και η εξ αυτής χαρά όχι μόνο δεν απαγορεύεται από την ευαγγελική διδασκαλία, αλλά πολλές φορές συνιστάται. Ο ίδιος ο Αναστάς Κύριος προτρέπει τους ανθρώπους να χαίρωνται: «χαίρετε» (Ματθ. ΚΖ', 9) είπε, όταν εμ­φανίσθηκε στους μαθητές του μετά την εκ νεκρών έγερσή Του.
Όμως στην ψυχαγωγία αυτή πρέπει να λαμβάνουν μέρος η ψυχή και το σώμα. Το σώμα επιζητεί τα δικά του. Σαν ύλη που είναι επιθυμεί τα υλικά. Η ψυχή σαν πνεύμα επιζητεί τα πνευματικά. Εάν προσφέρης μόνον στο σώμα τα δικά του, θα υποδουλώσης την ψυχή σ' αυτό που θέλεις μέσω της ψυχαγωγίας. Έτσι γίνεσαι ένας σαρκικός άνθρωπος....
Η περίοδος του Τριωδίου
Στο παρόν πονημάτιο πρέπει να αναφερθούμε και στην περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου, κατά την οποία λαμβάνουν χώρα οι καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Η περίοδος αυτή αρχίζει από τον εσπερινό της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο με τον εσπερινό του Πάσχα. Ονομάζεται κατανυκτικό Τριώδιο επειδή η περίοδος αυτή οδηγεί τις πονεμένες, κατατρεγμένες και αμαρτωλές ψυχές στον χώρο της χαρμολύπης και κατανύξεως. Οι γλυκύτατοι ύμνοι, οι κατανυκτικές ακολουθίες, η κατά τους ιερούς Κανόνες νηστεία της περιόδου αυτής οδηγούν την πέτρινη καρδιά μας στην συντριβή, στους αλαλήτους στεναγμούς, στα κατανυκτικά δάκρυα της μετανοίας και της αναστασίμου χαράς.
Η περίοδος αυτή, όπως όλοι μας καταλαβαίνουμε, δεν προσφέρεται για άλλου είδους εκδηλώσεις και μάλιστα για ειδωλολατρικές, καρναβαλικές εκδηλώσεις. Δεν είναι δυνατόν η αγία μας Εκκλησία να ανοίγη τις πύλες της μετανοίας -«της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα» ψάλλουμε κατά την περίοδο αυτή- και οι άρχοντες με τον λαό που τους ακολουθεί να ανοίγουν τις πύλες της κραιπάλης και μέθης και ασωτίας....
Όλα τα γεγονότα των Κυριακών του Τριωδίου είναι έτσι τοποθετημένα από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ώστε ο πιστός, συμμετέχοντας σ' αυτά, να πορεύεται κλιμακωτά και να φθάνη στο τελευταίο σκαλί που είναι τα άχραντα Πάθη και Μυστήρια του Θεανθρώπου Κυρίου, βιώνοντας αυτά και παθαίνοντας την «καλήν αλλοίωσιν», ευφραινόμενος από το άρρητο και πνευματικό φως και κάλλος της Αναστάσεως.
Έτσι βλέπουμε την περίοδο αυτή να μας καλή να αγωνισθούμε τον καλόν αγώνα της εγκρατείας, της μετανοίας, της ταπεινώσεως και της μυστηριακής ζωής....
Ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια διαρκή πορεία, μια πορεία προς συνάντηση με τον Αναστημένο Χριστό. Αυτή η κατανυκτική περίοδος του Τριωδίου αυτό ακριβώς κάμνει, βοηθάει τον πιστό αγωνιστή να πορευθή μέσα από την σωστή, εκκλησιαστική άσκηση και να φθάση στην κατά χάρη ένωσή του με τον Χριστό.
Ο καθένας μας είναι μία εικόνα του Θεανθρώπου Κυρίου. Μία εικόνα που, όμως, την έχουμε κακομεταχειρισθεί ή την έχουμε επιζωγραφήσει και είναι αγνώριστη. Μπορούμε, λοιπόν, με την βοήθεια του πνευματικού μας πατρός και της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ασκήσεως να απαλλάξουμε την εικόνα μας αυτή από τις προσθήκες και να βρούμε τον εαυτό μας «εν Χριστώ» και τον Χριστό μέσα μας. Αλλά για να γίνη αυτό χρειάζεται αλλαγή πορείας ζωής, χρειάζεται αληθινή μετάνοια. Αυτή η πορεία μετανοίας, βεβαίως, είναι οδυνηρή. «Δος αίμα και λάβε πνεύμα», μας παραγγέλλουν οι νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας μας. Για μια τέτοια πορεία δεν προσφέρονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις και μάλιστα κατά την περίοδο αυτή. Πώς είναι δυνατόν να ακούουμε την αγία μας Εκκλησία να ψάλλη: «Έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, η πάνοπλος εγκράτεια, η των Αγγέλων ευπρέπεια, η προς Θεόν παρρησία.....», και εμείς να πορευόμαστε πίσω από τα ειδωλολατρικά άρματα του καρναβάλου και να συμμετέχουμε στην ακολασία αυτών των ημερών; Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος μας παραγγέλλει:
«Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου; τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων; ημείς γαρ ναός Θεού εσμέν ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός. Διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε» (Β' Κορ. 6, 14-18)....
Οι καρναβαλικές ειδωλολατρικές εκδηλώσεις κατά την περίοδο του κατανυκτικού Τριωδίου είναι απαράδεκτες. Είναι παρακοή στο θέλημα του Θεού, ασέβεια στην κατανυκτική αυτή περίοδο και απόδειξη εσχάτης πνευματικής καταπτώσεως. Καρνάβαλος και Τριώδιο δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
* Από το βιβλίο ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ του Ιεροκήρυκος π. Κυ­ρίλλου Κωστοπούλου, Αθήναι 1986, αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα για ενημέρωση και προστασία των καλοπροαιρέτων χριστιανών.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Κυριακή της Απόκρεω, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθαίου 25, 31-46 (19-2-2012)

Πρεσβυτέρου Αυγουστίνου Κκαρά, θεολόγου
Πρωτότυπο κείμενο
Είπεν ο Κύριος: Όταν έλθῃ ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξῃ αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού· Και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ' αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου· Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων· πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού· επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων· αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
Απόδοση
Όταν, λοιπόν, έρθει ο Υιός του Aνθρώπου μέσα στη δόξα του, και μαζί του όλοι οι άγιοι άγγελοί του, τότε θα καθίσει πάνω στον ένδοξο θρόνο του. Kαι θα συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη και θα τους ξεχωρίσει τον έναν από τον άλλο, όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα γίδια. Kαι θα βάλει τα πρόβατα στα δεξιά του, ενώ τα γίδια θα τα βάλει στ’ αριστερά. Έπειτα ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι στα δεξιά του: Eλάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τότε που θεμελιώθηκε ο κόσμος. Γιατί πείνασα, και μου δώσατε να φάω, δίψασα, και μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και με ντύσατε, αρρώστησα, και με επισκεφτήκατε, στη φυλακή ήμουν, και ήρθατε κοντά μου. Tότε θα αποκριθούν οι δίκαιοι και θα του πούνε: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Kαι πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Kαι πότε σε είδαμε άρρωστο ή στη φυλακή και σε επισκεφτήκαμε; Kαι θ’ αποκριθεί ο βασιλιάς και θα τους πει: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον τα κάνατε αυτά σ’ έναν από τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σ’ εμένα τα κάνατε. Kατόπιν θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι στ’ αριστερά: Φύγετε από μένα εσείς οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους αγγέλους του. Γιατί πείνασα, και δεν μου δώσατε να φαω, δίψασα, και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και δεν με περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και δεν με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή, και δεν με επισκεφτήκατε. Tότε θα του αποκριθούν κι αυτοί: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή άρρωστο ή στη φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε; Θα τους αποκριθεί τότε εκείνος: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον δεν τα κάνατε αυτά σ’  έναν απ’ αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σε μένα τα κάνατε. Kαι θ’ αναχωρήσουν αυτοί σε κόλαση αιώνια, και οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».
Πώς θα κριθεί ο κόσμος
Η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου ονομάζεται της Απόκρεω γιατί η κατά την εβδομάδα που ακολουθεί τηρείται αποχή από την κρεοφαγία. Η Κυριακή της Απόκρεω είναι αφιερωμένη στο έσχατο γεγονός της θείας Οικονομίας, στη Δευτέρα και Ένδοξη Παρουσία του Κυρίου. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας μας φέρνει μπροστά στη δίκαιη και αμερόληπτη κρίση του Θεού. Κατά την προηγούμενη Κυριακή του Ασώτου ο Θεός παρουσιάζεται ως στοργικός πατέρας που αναμένει την επιστροφή του Ασώτου υιού του. Κατά την Κυριακή της Απόκρεω μας αποκαλύπτεται η δικαιοσύνη του Θεού. Η δικαιοσύνη του Θεού βέβαια δεν κινείται μέσα στα ανθρώπινα πλαίσια, δεν είναι αυθαίρετη, ούτε μεροληπτική, αλλά αμείβει ή «τιμωρεί» τους ανθρώπους ανάλογα με τα έργα τους.

Ο Ιησούς Χριστός για να κάνει κατανοητή στους ακροατές του την εικόνα του διαχωρισμού των ανθρώπων στους εκ δεξιών και στους εξ αριστερών του Δίκαιου Κριτή, χρησιμοποιεί την σκηνή της διαλογής των προβάτων από τα ερίφια. Με όση δηλαδή ευκολία ένας βοσκός διακρίνει και χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, με την ίδια ευκολία θα διαχωριστούν οι άνθρωποι κατά την τελική κρίση. Το ερώτημα που τίθεται είναι με βάση ποιό κριτήριο θα γίνει η τελική αυτή κρίση; Το κριτήριο λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η εκδήλωση της αγάπης με έργα. Γι΄ αυτό ο Δίκαιος Κριτής απευθυνόμενος προς τους εκ δεξιών λέγει: «αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και αντίστοιχα απευθυνόμενος προς τους εξ αριστερών τονίζει: «αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε».
Βέβαια η υπόδειξη της αγάπης ως κριτηρίου για την τελική κρίση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας οδηγήσει στην αποσύνδεση της αγάπης από την πίστη στο Θεό. Άλλωστε η ζωντανή πίστη είναι εκείνη που εκφράζεται με έργα. Ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος τονίζει χαρακτηριστικά «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου» (Ιακ.2,18) και «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστίν» (Ιακ.2,20). Η αγάπη έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η ανθρώπινη αγάπη είναι η ανταπόκριση στην απόλυτη αγάπη του Θεού, γιατί «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιω.4,19). Η έκφραση της αγάπης μας περνά μέσα από τους πτωχούς, πάσχοντες και εμπερίστατους συνανθρώπους μας. Ο ευαγγελιστής της αγάπης τονίζει χαρακτηριστικά: «εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν» (Α΄ Ιω.4,20).
Η αληθινή αγάπη πρέπει να είναι και ανιδιοτελής και να μην αποβλέπει ούτε στην αμοιβή, ούτε στην αναγνώριση ή την επίδειξη. Η αγάπη υπάρχει γιατί αυτό είναι η εντολή και το θέλημα του Θεού. Οι εξ δεξιών του Δίκαιου Κριτή όταν ακούν τον έπαινό Του εκπλήσσονται και απορούν όχι γιατί αποδίδονται σε αυτούς έργα αγάπης που δεν έκαναν, αλλά γιατί τα έργα τους αυτά αποδίδονται προς τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτό και μόνο σημαίνει ότι οι πράξεις τους αυτές έγιναν χωρίς τον υπολογισμό της αμοιβής και χωρίς καμία ιδιοτέλεια.
Την ίδια στιγμή η αγάπη έχει και διαπροσωπικό χαρακτήρα, γιατί αναφέρεται στο συγκεκριμένο άνθρωπο που σε κάθε περίπτωση έχει τη δική μας ανάγκη. Η αγάπη δηλαδή δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Ο Δίκαιος Κριτής δεν επαινεί τους εκ δεξιών γιατί έλυσαν τα παγκόσμια προβλήματα της φτώχειας και της δυστυχίας, αλλά γιατί έδωσαν τροφή σε ένα πεινασμένο συνάνθρωπο, γιατί βοήθησαν με κάθε τρόπο έναν εμπερίστατο συνάνθρωπο. Η αγάπη λοιπόν είναι η σχέση του ανθρώπου με τον Δημιουργό Θεό και με τον συνάνθρωπό του και δεν αναφέρεται στην αφηρημένη ανθρωπότητα. Όποιος διακηρύττει με λόγια ότι αγαπά όλους τους ανθρώπους, αλλά αδιαφορεί για τον συνάνθρωπό του που κάθε φορά βρίσκεται απέναντί του και ζητά τη συμπαράστασή του, αυτός ψεύδεται. Η αγάπη προϋποθέτει την αναγνώριση του συνανθρώπου, ακόμα και του πιο φτωχού και ελάχιστου, ως αδελφού, σαν μέλους της ίδιας οικογένειας με πατέρα το Θεό.
Η μαρτυρία της αληθινής αγάπης μέσα στο σύγχρονο κόσμο μας, με τα συνεχώς αυξανόμενα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, είναι η διέξοδος από τη γενικότερη κρίση. Η καλλιέργεια στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ότι όλοι είμαστε μια οικογένεια με Πατέρα τον Θεό, δεν μας αφήνει περιθώρια αδιαφορίας μπροστά στις ανάγκες των αναξιοπαθούντων αδελφών μας. Η παγκόσμια κρίση της ανθρωπότητας σήμερα, που συσσώρευσε πλήθος δυσκολιών στις κοινωνίες μας, ίσως είναι ένα ερέθισμα για την εκδήλωση έργων αγάπης, φιλανθρωπίας και συμπαράστασης προς τον κάθε εμπερίστατο συνάνθρωπό μας. Ο έπαινος του Δίκαιου Κριτή ας είναι ο οδοδείκτης της ζωής μας: «αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ, Αποστ. Ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. 9,8 - 9,2 (19-2-2012)

Ξένια Παντελή θεολόγος
Πρώτοτυπο Κείμενο
Αδελφοί, βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ∙ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε γαρ εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα. Βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν. Εάν γαρ τις ίδη σε, τον έχοντα γνώσιν, εν ειδωλείω κατακείμενον, ουχί η συνείδησις αυτού ασθενούς όντος οικοδομηθήσεται εις το τα ειδωλόθυτα εσθίειν; Και απολείται ο ασθενών αδελφός επί τη ση γνώσει, δι’ ον Χριστός απέθανεν. Ούτω δε αμαρτάνοντες εις τους αδελφούς και τύπτοντες αυτών την συνείδησιν ασθενούσαν εις Χριστόν αμαρτάνετε. Διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου, σκανδαλίσω. Ουκ ειμί απόστολος; Ουκ ειμί ελεύθερος; Ουχί Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών εώρακα; Ου το έργον μου υμείς εστε εν Κυρίω; Ει άλλοις ουκ ειμί απόστολος, αλλά γε υμίν ειμι∙ η γαρ σφραγίς της εμής αποστολής υμείς εστε εν Κυρίω.
Μετάφραση
Αδελφοί, δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στον Θεό∙ ούτε αν δεν φάμε κάποιες απ’ αυτές χάνουμε κάτι ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παραπάνω. Προσέξτε όμως, μήπως το ελεύθερο αυτό δικαίωμα σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη. Πράγματι, αν κάποιος, απ’ αυτούς δει εσένα, που έχεις τη «γνώση», να κάθεσαι στο τραπέζι ενός ειδωλολατρικού ναού, η συνείδησή του, αφού αυτός είναι αδύνατος, δεν θα παρασυρθεί από το παράδειγμά σου και δεν θα παρακινηθεί να τρώει τα ειδωλόθυτα; Έτσι, η δική σου «γνώση» θα προκαλέσει τον χαμό αυτού του αδυνάτου, του αδελφού μας, για τον οποίον ο Χριστός έδωσε τη ζωή του. Αμαρτάνοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο απέναντι στους αδελφούς και πληγώνοντας τη συνείδησή τους που είναι αδύνατη, αμαρτάνετε απέναντι στον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό, αν κάποια τροφή μπορεί να γίνεται αιτία να σκοντάφτει και να πέφτει ο αδελφός μου, εγώ δεν θα βάλω ποτέ κρέας στο στόμα μου, για να μην γίνω αιτία να πέσει ο αδελφός μου. Πάρτε παράδειγμα εμένα. Δεν είμαι απόστολος; δεν είμαι ελεύθερος; δεν είδα αναστημένο τον Ιησού, τον Κύριό μας; δεν είστε εσείς ο καρπός του κόπου μου στην υπηρεσία του Κυρίου; Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας οπωσδήποτε είμαι∙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της Εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Η σημερινή Κυριακή είναι η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου και ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω. Και έτσι χρονικά βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά προς την έναρξη της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σήμερα είναι Κυριακή της Απόκρεω και μας χωρίζει μόνο μια βδομάδα  από την αρχή της νηστείας. Η παρούσα Κυριακή λοιπόν καθώς και ολόκληρη η εβδομάδα που προηγείται φέρει την ονομασία αυτή επειδή ακριβώς σήμερα σταματούμε να τρώμε κρέας. Η παύση  της κρεοφαγίας αποτελεί  την πρώτη πράξη με την οποία  ξεκινάμε τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής που πλησιάζει.
Η αποστολική περικοπή προέρχεται από την πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (8,8-9,2). Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους, εξηγεί ότι δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση τους απέναντι στο Θεό, χωρίς να εννοεί ότι πρέπει χωρίς διάκριση αυτοί που έχουν τη «γνώση» να μετέχουν σε ειδωλολατρικά τραπέζια τρώγοντας ειδωλόθυτα, κρέατα, δηλαδή κρέατα προερχόμενα από τις θυσίες τις οποίες οι  εθνικοί προσέφεραν στα είδωλα, γιατί κάποιοι από τους αδελφούς μας είναι αδύνατοι στην πίστη και ενδέχεται να σκανδαλιστούν.
Ο Θεός μας έδωσε την ελευθερία του τι θα φάμε και τι όχι, αφού δεν είναι η τροφή που καθορίζει τη θέση μας απέναντί του, δεν είναι η τροφή που θα μας δώσει αξία ενώπιον του. «Βρώμα ημάς ου παρίστησι τω Θεώ∙ ούτε γαρ εάν φάγωμεν περισσεύομεν, ούτε γαρ εάν μη φάγωμεν υστερούμεθα».  Το όλο θέμα ήταν καθαρά πνευματικό, και οι λέξεις «περισσεύομεν» και «υστερούμεθα» δεν αναφέρονται στο σωματικό χορτασμό αλλά στην πρόοδο ή την υστέρηση των αρετών. Η βρώση των ειδωλοθύτων ήταν μόνο η αφορμή. Η ρίζα του προβλήματος ήταν οι σχέσεις των ανθρώπων με το Θεό και με τους συνανθρώπους τους, η ελευθέρια που μας έδωσε ο Θεός και πώς αυτή η ελευθερία γίνεται κάποιες φορές αιτία σκανδαλισμού για τους αδελφούς μας.
Ο Απόστολος Παύλος αναγνωρίζει την ελευθερία του χριστιανού αλλά δεν αναγνωρίζει την κακή χρήση της, γιατί θα γίνει πρόσκομμα για τους ασθενείς αδελφούς μας. «Βλέπετε δε μήπως η εξουσία υμών αύτη πρόσκομμα γένηται τοις ασθενούσιν»  και αιτία σκανδαλισμού για τους αδελφούς μας. Δεν είναι δυνατόν η ελευθερία και η αγάπη να χωρίζονται η μία από την άλλη. Είναι ελεύθεροι οι Χριστιανοί να φάνε από τα ειδωλόθυτα. Αυτή η ελευθερία όμως συνδέεται άμεσα και με την κοινωνία αγάπης και της υπευθυνότητας μας έναντι των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορεί συνεπώς η ελευθερία του πιστού ανθρώπου να λειτουργήσει ξέχωρα από την αγάπη του στους άλλους ανθρώπους, δεν μπορεί η ελευθερία αυτή να καταργήσει την αγάπη γιατί οι δύο αυτές έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η ελευθερία δεν υπάρχει χωρίς την αγάπη και δεν ορίζεται παρά με την αγάπη. Είμαστε πραγματικά ελεύθεροι και σεβόμαστε ειλικρινά την ελευθερία των άλλων μόνο όταν αγαπάμε ειλικρινά τους άλλους. Ο Απ. Παύλος θέλει να τονίσει ότι και ο ίδιος θα θυσιάσει τον εαυτό του, προκειμένου ποτέ να μην γίνει αιτία σκανδαλισμού του αδελφού του. «Διόπερ ει βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα, ίνα μη τον αδελφόν μου, σκανδαλίσω». Ο Απόστολος Παύλος δίνει το παράδειγμα  της θυσιαστικής αγάπης, στερώντας από τον εαυτό του όλα όσα θα σκανδάλιζαν τους αδελφούς του ακόμα και όσα επιτρέπονταν θέλοντας έτσι να τονίσει πως η αγάπη είναι πάνω από όλες τις αρετές  «των συγκεχωρημένων απείχετο υπερ του μη σκανδαλίσαι, αλλ’ ότι και μετά πολλού του πόνου και του κινδύνου» (Ι. Χρυσοστόμου, Εις την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή, Ομιλία 9,1). Πιστεύει ότι πάνω από οποιαδήποτε εξουσία ή ελευθερία είναι η ανιδιοτελής και θυσιαστική αγάπη, αφού όπως ο ίδιος γράφει αλλού, «οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15,1). Βάζει όριο ο Απόστολος Παύλος στην ελευθερία και στην εξουσία και αυτό το όριο είναι η αγάπη προς τους άλλους.
Ωστόσο διαπιστώνουμε πως ο Απ. Παύλος μιλώντας για τα σημαντικά αυτά ζητήματα ήθους και συμπεριφοράς των Χριστιανών, κατατάσσει τον εαυτό του μεταξύ των δυνατών και προσάγει τον εαυτό του ως παράδειγμα. Μέσα στην Εκκλησία, σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιος μπορεί να είναι δυνατός στην πίστη και στη συνείδηση και ποιος αδύνατος, γιατί όλοι πολλές φορές είναι δυνατό να συλλάβουμε τον εαυτό μας σε στιγμές αδυναμίας και στη πίστη και στη συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους. Ως χριστιανοί πρέπει να έχουμε δυνατή πίστη και δυνατή συνείδηση, γιατί έχουμε τη χάρη και τη  δύναμη του Αγίου Πνεύματος και η θυσία του Χριστού μας οδηγεί στη σωτηρία. Ο καθένας στη δύναμη και στην αδυναμία του έχει την ικανότητα να βοηθήσει και να ενισχύσει τον αδύνατο αδελφό του, για τον οποίο ο Χριστός θυσιάστηκε.
Οι Χριστιανοί της Κορίνθου τότε διχογνωμούσαν για τα ειδωλόθυτα. Εμείς σε πόσα θέματα δεν διχογνωμούμε σήμερα; Εάν ενεργούμε γιατί έτσι μας αρέσει και γιατί αισθανόμαστε δυνατοί στη γνώση έναντι των άλλων, ή γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε δυνατοί ,τότε ενεργούμε εγωιστικά. Η αγάπη θα πρέπει να αποτελεί τη βάση και το κριτήριο της δικής μας στάσεως και συμπεριφοράς. Με αυτόν τον τρόπο,  όχι μόνο δεν θα επιζητούμε εγωιστικά το δικό μας συμφέρον, αλλά θα μας είναι και δυνατό και εύκολο να παραιτηθούμε και από τα προφανή δικαιώματα που θα είχαμε. Ο Απ. Παύλος βεβαιώνει ότι «αλλ΄ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη , αλλά πάντα στέγομεν, ινα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού» (Α΄ Κορ. 9,12). Προτεραιότητα έχει η διάδοση του Ευαγγελίου και ενώπιον αυτού του θείου θελήματος υποχωρεί κάθε έννοια προσωπικού δικαιώματος.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

KΥΡΙΑΚΗ ΙΖ’ ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκά 15, 11-32 (12-2-2012)

Διακόνου Ανδρέα Παπαμιχαήλ, θεολόγου
Πρωτότυπο κείμενο
11 Είπε δέ˙ άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. 12 και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί˙ πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας˙ και διείλεν αυτοίς τον βίον. 13  και μετ’ ού πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. 14 δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. 15 και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. 16 και επεθύμει γεμίσαι την κοιλιάν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. 17 εις εαυτόν δε ελθών είπε˙ πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι! 18 αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ˙ πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου˙ 19 ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. 20 και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. 21  είπε δε αυτώ ο υιός˙ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. 22 είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού˙ εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, 23 και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, 24 ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη. Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. 25 Ήν δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ˙ και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, 26 και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. 27 ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. 28 ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. 29 ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί˙  ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκαν έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ˙ 30 ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθε, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. 31 ο δε είπεν αυτώ˙ τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμέ σα εστίν˙ 32 ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη.
Νεοελληνική Απόδοση
Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιούς, ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: «Πατέρα δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί»˙ και εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιός τα μάζεψε όλα και έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, κι άρχισε και αυτός να στερείται. Πήγε και έγινε εργάτης σε ένα από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους.Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, και κανένας δεν του ‘δινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στον Θεό και σ’ εσένα˙ δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιός σου, κάνε με σαν ένα από τος εργάτες σου». Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιός του του είπε: «πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους είπε: «βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον˙ φορέστε του δακτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε»: Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. Ο μεγαλύτερος γιός του βρισκόταν στο χωράφι. Καθώς, λοιπόν, ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «γύρισε ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε ο πατέρας του και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως αποκρίθηκε στον πατέρα του: «εγώ τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παρήκουσα διαταγή σου, κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι για να ευφραμθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιός σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με τις πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο πατέρας του του είπε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι και δικά σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».
Σχολιασμός
«Πάτερ Αγαθέ, εμακρύνθην από σου, μη εγκαταλίπεις με, μηδέ αχρείον δείξης της Βασιλείας Σου. Ο εχθρός ο παμπόνηρος εγύμνωσέ με και ήρε μου τον πλούτον, της ψυχής τα χαρίσματα ασώτως διεσκόρπισα…» (Δοξαστικό Αίνων Κυριακής του Ασώτου).
Βρισκόμαστε ήδη στη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Από την προηγούμενη εβδομάδα έχουμε εισέλθει στην ευλογημένη αυτή περίοδο των εβδομήντα ημερών πριν από το Πάσχα, που σκοπό έχει να μας προετοιμάσει να συμπορευθούμε μαζί με το Χριστό στο Πάθος και την Ανάστασή του. Αφού την προηγούμενη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου διδαχτήκαμε την μέγιστη αξία της ταπεινοφροσύνης, με τη σημερινή ευαγγελική περικοπή του Ασώτου Υιού ή αλλιώς του Σπλαχνικού Πατέρα διδασκόμαστε τη βαρύνουσα σημασία της μετάνοιας και τη χωρίς όρια ευσπλαχνία του Θεού.
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, βλέποντας πως ο Ιησούς Χριστός δεχόταν τους αμαρτωλούς και έτρωγε μαζί τους, διαμαρτύρονταν έντονα (Λουκ. 15, 2). Έτσι ο Κύριος παίρνει την αφορμή και, αφού λέει την παραβολή του χαμένου προβάτου (Λουκ. 15, 3-7) και της χαμένης δραχμής (Λουκ. 15, 8-10), εκφωνεί τη θαυμάσια αυτή παραβολή του Ασώτου.
Τρία είναι τα κύρια πρόσωπα της παραβολής: ο φιλεύσπλαχνος πατέρας, ο νεώτερος και ο πρεσβύτερος υιός. Ο μικρός γιός πιστεύει πως θα αποκτήσει την πλήρη ελευθερία του όταν εγκαταλείψει το πατρικό σπίτι. Ζητά έτσι το μερίδιο της περιουσίας που του αναλογεί και εγκαθίσταται σε χώρα μακρινή, όπου και αναζητεί το κρασί της ευτυχίας. Εκεί διασκορπίζει την πατρική περιουσία φτάνοντας στον έσχατο ξεπεσμό, σε μια χωρίς όρια άσωτη ζωή. Έρχεται στη συνέχεια μεγάλη πείνα, αρχίζει να στερείται. Γίνεται χοιροβοσκός και επιθυμεί να χορτάσει με τα χαρούπια που τρώνε οι χοίροι. Τελικά συνέρχεται, συναισθάνεται την άθλιά του κατάσταση και παίρνει την απόφαση της επιστροφής στο πατρικό σπίτι. Ο πατέρας, που όλα τα χρόνια της αποδημίας τον περίμενε με αγωνία, μόλις τον βλέπει από μακριά τρέχει και τον χώνει στην αγκαλιά του. Τον αποκαθιστά και διοργανώνει φαγοπότι για τη χαρά της επιστροφής του γιού του.
Ο Πατέρας της παραβολής είναι ο ίδιος ο Θεός και τα δύο παιδιά του είναι οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ο Θεός λοιπόν δίνει τα αγαθά Του, «το επιβάλλον μέρος της ουσίας», εξ ίσου στους ανθρώπους, «βρέχοντας επί δικαίους και αδίκους» (πρβλ. Ματθ. 5, 45). Τέτοια αγαθά είναι π.χ. το αυτεξούσιο, η φρόνηση, ο φυσικός νόμος της συνειδήσεως, ο γραπτός νόμος των εντολών του Θεού, ακόμα και οι φυσικές δυνάμεις του σώματος.
Ο νεώτερος όμως γιός, μακριά από το Θεό και την Εκκλησία Του, διασκορπίζει όλα αυτά τα χαρίσματα, προτιμώντας την αμαρτία. Στη συνέχεια, βιώνει έντονα την εγκατάλειψη της θείας χάριτος. Τότε ο Άσωτος, στην έσχατη κατάπτωσή του, θυμάται τη θαλπωρή του πατρικού του σπιτιού. Σκέφτεται ότι ακόμα και οι έμμισθοι υπάλληλοι του πατέρα του «περισσεύουσιν άρτων», ζουν δηλαδή ευτυχισμένοι, πλούσιοι από τα χαρίσματα και τη χάρη του Θεού. Τότε ευτυχώς δεν κατρακυλά στο βάραθρο της απόγνωσης, αλλά μετανοεί αληθινά για τις πράξεις του και παίρνει αμέσως την απόφαση της επιστροφής στο Θεό Πατέρα.
Ο Θεός, επειδή είναι πέρα για πέρα εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, συγχωρά αμέσως το μετανοούντα γιό Του, δίνοντάς του πλήρη άφεση αμαρτιών. Διατάζει τους δούλους Του και φορούν στον πρώην Άσωτο τη στολή του υιού, που συμβολίζει τη στολή της καθαρότητας και της αγιοσύνης.
Τί γίνεται όμως με το μεγάλο γιό, που καθώς επιστρέφει από τα χωράφια ακούει μουσικές και χορούς στο πατρικό σπίτι; Αφού ρωτά και μαθαίνει τα καθέκαστα, οργίζεται με την επιείκεια του Πατέρα και αρνείται να λάβει μέρος στο συμπόσιο. Ο Πατέρας τον παρακαλεί να συμμετάσχει στην χαρά τους, αλλά αυτός διαμαρτύρεται πως αν και πάντα εφάρμοζε το πατρικό θέλημα, ούτε καν ένα κατσίκι δεν του δόθηκε για να χαρεί με τους φίλους του.
Όπως προαναφέραμε, αφορμή της εκφώνησης της παραβολής αυτής ήταν ο γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων επειδή ο Ιησούς Χριστός δεχόταν τους αμαρτωλούς. Έτσι λοιπόν, ο πρεσβύτερος υιός παραβάλλεται κατά κύριο λόγο με τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι θεωρούνταν από τους ανθρώπους δίκαιοι. Αυτοί όμως ήταν υποκριτές και στερημένοι ακόμα και από τις πιο μικρές δωρεές του Θεού, που συμβολίζονται με το κατσίκι. Έτσι ο Θεάνθρωπος τους καλεί να συμμετάσχουν κι αυτοί στη Θεία Χάρη και στη χαρά της πνευματικής ανάστασης των αδελφών τους, αφήνοντας κατά μέρος τη σκληροκαρδία και τυπολατρία τους.
Η παραβολή του Ασώτου αποτελεί ένα ύμνο στη δύναμη της μετάνοιας και στο μεγαλείο της θείας αγάπης και μακροθυμίας. Ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, στον «Περί Μετανοίας» λόγο του, αναφέρει: «Η μετάνοια είναι ανεκτίμητον δώρον προς την ανθρωπότητα. Η μετάνοια είναι το θείον θαύμα διά την αποκατάστασιν ημών μετά την πτώσιν. Η μετάνοια είναι έκχυσις θείας εμπνεύσεως εφ’ ημάς δυνάμει της οποίας ανυψούμεθα προς τον Θεόν, τον Πατέρα ημών, ίνα ζήσωμεν αιωνίως εν τω φωτί της αγάπης Αυτού. Διά της μετανοίας συντελείται η θέωσις ημών. Τούτο είναι γεγονός ασύλληπτου μεγαλείου…».
Όντως! Αν δεν υπήρχε η μετάνοια, τότε όλοι θα ήμασταν καταδικασμένοι! Ποιος μπορεί να πει ότι δεν αποδημεί σε «χώραν μακράν», λίγο ή πολύ, συχνά ή πιο σπάνια; Aς μιμούμαστε λοιπόν το παράδειγμα της μετάνοιας και της επιστροφής του Άσωτου υιού. Κι ας έχουμε πάντα κατά νου πως ο Θεός μας περιμένει με ανοικτές τις αγκάλες στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, ώστε να ενδυθούμε ξανά «την στολήν την πρώτην» και μέσα στην Εκκλησία Του να μετέχουμε αφθόνως των θείων δωρεών και κυρίως του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Αμήν.

Αναδημοσίευση: Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, Αποστ. Ανάγνωσμα: Α΄ Κορ. 6,12-20)

Πρεσβ. Χριστοδούλου Χρ. Χριστοδούλου, θεολόγου
Πρωτότυπο Κείμενο
12 Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. 13 τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· 14 ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. 15 οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. 16 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· 17 ὁ δὲ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. 18 φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. 19 ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; 20 ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ.
Μετάφραση
Nαι, σωστά, «όλα μου επιτρέπονται, μα όλα δε συμφέρουν. Nαι, πράγματι, «όλα μου επιτρέπονται», μα εγώ δε θ’ αφήσω τίποτε να με εξουσιάσει. Nαι, είναι αλήθεια πως «τα φαγητά προορίζονται για την κοιλιά και η κοιλιά για τα φαγητά», μα και αυτήν και αυτά ο Θεός θα τα καταργήσει. Tο σώμα, όμως, δεν προορίστηκε για την πορνεία, αλλά για να δοξάζει τον Kύριο, ώστε και ο Kύριος να δοξάσει το σώμα. Kαι πραγματικά, ο Θεός και τον Kύριο ανέστησε και εμάς θα μας αναστήσει με τη δική του τη δύναμη. Δεν ξέρετε ότι τα σώματά σας είναι μέλη του Xριστού; Tα μέλη λοιπόν του Xριστού να τα πάρω και να τα κάνω μέλη πόρνης; Aδύνατο! Ή μήπως δεν ξέρετε πως αυτός που έρχεται σε σαρκική επαφή με πόρνη, γίνεται ένα σώμα μαζί της; Γιατί, όπως λέει η Γραφή: «Oι δύο θα γίνουν ένα σώμα». Eκείνος, όμως, που προσκολλιέται στον Kύριο, γίνεται ένα πνεύμα μαζί του. Mακριά από την πορνεία λοιπόν! Όποιο άλλο αμάρτημα κι αν διαπράξει ο άνθρωπος, δεν το διαπράττει ενάντια στο σώμα του. Eκείνος, όμως, που πορνεύει, αμαρτάνει ενάντια στο ίδιο του το σώμα! Ή μήπως δεν ξέρετε πως το σώμα σας είναι ναός του Aγίου Πνεύματος, που βρίσκεται μέσα σας, και ότι είναι από το Θεό δοσμένο σε σας κι επομένως δεν ανήκετε στους εαυτούς σας, αφού αγοραστήκατε με πληρωμή τιμήματος; Δοξάστε, λοιπόν, πραγματικά το Θεό και με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν στο Θεό.
«Πᾶντα μοι ἔξεστιν»
Ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ χρήση της
Στὴν κοσμοπολίτικη κοινωνία τῆς Κορίνθου τοῦ 1ου μ.Χ. αἰώνα ἦταν πολὺ διαδεδομένο ἕνα σύνθημα, τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἐκφράζει σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις της καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἐποχῆς μας. Πρόκειται γιὰ τὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν», τὸ ὁποῖο μεταφράζεται στὴν ἐποχή μας μὲ τὸ «Ὅλα ἐπιτρέπονται». Τὸ σύνθημα αὐτὸ χρησιμοποιεῖ πολὺ εὔστοχα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ  (Α΄ Κορ. 6,12) δίνοντάς του μία νέα προοπτικὴ μέσα στὸ φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας.
Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο τὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν» ἐκφράζει τὸ ἀπόλυτο τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.  Ὁ Θεὸς ἔχει δώσει τόση ἀπόλυτη ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο, ὥστε ὅλα νὰ τοῦ ἐπιτρέπονται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ οἱ θιασῶτες τοῦ «Πάντα μοι ἔξεστιν» ἢ τοῦ «Ὅλα ἐπιτρέπονται» διεκδικοῦν μὲ τὰ συνθήματα αὐτὰ τὴν ἐλευθερία στὶς ἐπιλογές τους. Στὴ συνέχεια ὅμως ὁ ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει μία ἄλλη ἀλήθεια, μὲ τὴν ὁποία ρίχνει τὸ βάρος στὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει». Κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτὸ ποὺ μᾶς πληροφορεῖ τί συμφέρει καὶ τί ὄχι εἶναι πρῶτα ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως, κοινὸς σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτου ἐποχῆς, θρησκείας ἢ καταγωγῆς, ἀλλὰ καὶ κυρίως ἡ θεία ἀποκάλυψη· ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκαλύπτει στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας τί μᾶς συμφέρει καὶ τί ὄχι. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχουν οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς ἀπαγορεύσεις καὶ νόμοι βαρεῖς ποὺ ἡ παράβασή τους ἐπισύρει τὴν τιμωρία, ἀλλὰ ὁδοδεῖκτες ποὺ μᾶς κατευθύνουν στὸ δρόμο τῆς σωστῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας.
Συνεχίζοντας τὴ σκέψη του ὁ ἀπόστολος λέει κάτι πιὸ σημαντικό: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ ἀποστόλου ἀποδεικνύεται τόσο ἐπίκαιρος σὲ μία ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ταλανίζονται ἀπὸ κάθε εἴδους ἐξαρτήσεις. «Ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἐγὼ ὅμως δὲ θὰ ἀφήσω τίποτα νὰ μὲ κυριέψει». Γιατί ὅλα μὲν μοῦ ἐπιτρέπονται, ἀλλὰ κάνοντας ὅ,τι θέλω (αὐτεξουσίως καὶ ἐλεύθερα), ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος νὰ γίνω δοῦλος τῶν ἴδιων μου τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν πράξεων.
Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε τὴν ἀνάγνωση τῆς περικοπῆς αὐτῆς ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ τὴν ἴδια μέρα ποὺ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (ἢ τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα). Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς, ποὺ εἰκονίζει τὸν ἴδιο τὸ Θεό, χωρὶς δεύτερη κούβεντα ἰκανοποίησε ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ γιοῦ του, δίνοντάς του ἀπόλυτη ἐλευθερία. Τίποτε δὲν ἀπαγορεύθηκε στὸν νεώτερο υἱό· ὅλα τοῦ ἐπιτράπηκαν. Οἱ ἐπιλογές του τελικὰ τοῦ συνέφεραν;Γνωρίζουμε ὅτι τὸν κατάντησαν δοῦλο «καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ» (Λουκ. 15,16).Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἡ ἐλευθερία καταντᾶ ἐλευθεριότητα καὶ ἀσυδοσία.
Ἀρκεῖ μόνο νὰ ἐρευνήσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ εἰλικρίνεια καὶ θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε, στὴν πραγματικότητα κάνουμε εἴτε αὐτὸ ποὺ μᾶς ὑποβάλλουν οἱ ἄλλοι, ἢ ὁ συρμός, ἢ οἱ διάφορες ἐσωτερικές μας παρορμήσεις, οἱ ὁποῖες ἐλεγχόμενες ἀπὸ τὴ συνείδηση ἀποδεικνύονται ἐπιβλαβεῖς. Τὸ κάπνισμα λ.χ. γιὰ ἕνα ἔφηβο εἶναι «μαγκιά», τὸν κάνει αὐτόνομο καὶ ἀνεξάρτητο. Ἂν τὸν ρωτήσεις· «Γιατὶ ἄρχισες τὸ κάπνισμα;», θὰ σοῦ ἀπαντήσει· «Γιὰ νὰ δείξω στοὺς γονεῖς μου καὶ στοὺς δασκάλους ὅτι δὲν θὰ κάνω ὅτι θέλουν αὐτοί», ἢ «Γιὰ νὰ μὴν εἶμαι ὁ χαζὸς τῆς παρέας». Σὲ μεγαλύτερη ἡλικία (φοιτητὲς, στρατιῶτες) θὰ σοῦ ἀπαντήσουν· «Μὲ βοηθᾶ ὅταν ἀγχώνομαι ἢ ὅταν μελαγχολῶ» ἢ πιὸ ἁπλᾶ «Γιὰ τὴν παρέα». Δηλάδη, ἐν ὀλίγοις ὄχι ἁπλᾶ οἱ νέοι πέφτουν στὴν ἐξάρτηση τοῦ καπνίσματος, ἀλλὰ καὶ οἱ λόγοι ποὺ τοὺς ὁδήγησαν σ’ αὐτὸ φανερώνουν πάλι τὴν ἔλλειψη ἐλευθερίας.
Τὸν περασμένο Φεβρουάριο, λόγῳ τοῦ σάλου ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὶς «ἀποκαλύψεις», ὅπως δημοσιογραφικὰ ἀποκαλοῦνται, γιὰ τὴν αὔξηση τῶν ἀνεπιθύμητων ἐγκυμοσυνῶν καὶ τῶν ἐκτρώσεων ἀπὸ ἀνήλικα κορίτσια, πραγματοποίηθηκε μία συζήτηση σὲ βραδυνὴ ἐκπομπὴ τῆς κρατικῆς τηλεόρασης μὲ συνομιλητὲς ἕξι ἰατροὺς καὶ ἐκπρόσωπο τῆς πολιτείας.
Στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκπομπῆς ἡ συζήτηση ἐπικεντρώθηκε στὴν παρουσίαση τοῦ νομικοῦ πλαισίου ποὺ ἰσχύει στὴν Κύπρο σχετικὰ μὲ τὶς ἐκτρώσεις, ὑπερτονίζοντας μάλιστα τὴν πρόνοια τοῦ νόμου ποὺ κάνει λόγο γιὰ διακοπὴ τῆς κύησης ὅταν ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ κρίνεται ὅτι θὰ βλάψει τὴν ψυχικὴ ὑγεία τῆς μητέρας. Τόσο οἱ δύο ἐκ τῶν προσκεκλημένων, ἰατροὶ μαιευτῆρες, ὅσο καὶ ἡ ἐκπρόσωπος τῆς πολιτείας ὑποστήριξαν μία πλατειὰ ἑρμηνεία στὴ φράση «ψυχικὴ ὑγεία», ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴν ἔννοια τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλὰ γενικὰ στὴν κακὴ ψυχολογικὴ κατάσταση, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ περιέλθει μία κοπέλα, ἰδίως ἀνήλικη καὶ ἀνύπανδρη, στὴν περίπτωση ποὺ φέρει στὸν κόσμο ἕνα παιδί, δεδομένων τῶν κοινωνικῶν «ταμποὺ», ἀλλὰ καὶ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ σὲ τέτοια ἡλικία θὰ μπεῖ ἐμπόδιο στὴν περαιτέρω φυσιολογικὴ ἐξέλιξη τῆς ζωῆς τῆς μητέρας.
Στὴ συνέχεια, ὅταν ὁ ἱερέας-ἰατρός παρουσίασε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴ ζωή, σὲ ὁποιαδήποτε φάση τῆς ἐξέλιξής της καὶ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, κάποιος ἀπὸ τοὺς συνομιλητὲς διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ μὲ ἀπαγορεύσεις νὰ δώσει λύση στὸ πρόβλημα. Παράλληλα προβλήθηκαν τρία βασικὰ δικαιώματα τῶν νέων καὶ τῆς γυναίκας ποὺ κυοφορεῖ: Πρῶτον ὅτι «οἱ νέοι μας σήμερα εἶναι σεξουαλικὰ ἐνεργοὶ καὶ καλὰ κάνουν», δεύτερον «μία γυναίκα ἔχει δικαίωμα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει μὲ τὸ σῶμα της καὶ μόνον αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἀποφασίσει τὶ θὰ κάνει μὲ τὸ ἔμβρυο ποὺ κυοφορεῖ» καὶ τρίτον ὑποστηρίχθηκε ξανὰ τὸ δικαίωμα κάθε γυναίκας νὰ προχωρήσει στὴν ἔκτρωση προκειμένου νὰ διαφυλάξει τὴν καλὴ ψυχική της κατάσταση.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἱερέα-ἰατροῦ ἦταν σύντομη, μέσα στὸν τηλεοπτικὸ χρόνο ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε: «Ἡ Ἐκκλησία δὲν νομοθετεῖ, οὔτε ἐπιβάλλει ποινὲς καὶ ἀπαγορεύσεις, ἀλλὰ ἐκθέτει τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καλεῖ ἐλεύθερα νὰ τὴν ἀκολουθήσουν». Ὑπενθυμίζοντας ἐπίσης τὴν ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ τὴ (μυστικὴ καὶ ἀδιαφήμιστη) στήριξη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὶς κοπέλες ἐκεῖνες ποὺ ἀποφασίζουν νὰ μὴν προχωρήσουν στὴν ἔκτρωση, τόνισε ὅτι ὅταν μιλοῦμε γιὰ τὰ ψυχικὰ τραύματα μιᾶς ἀνήλικης καὶ ἀνύπανδρης μητέρας, δὲν πρέπει νὰ παρασιωποῦμε τὰ πολὺ μεγαλύτερα ψυχικὰ τραύματα μιᾶς κοπέλας ποὺ προχωρεῖ στὴν ἔκτρωση, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει πολὺ συχνὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεικνύει μεγαλύτερη ποιμαντικὴ φροντίδα καὶ στήριξη (μυστικὰ καὶ ἀδιαφήμιστα πάντοτε) στὴν κοπέλα αὐτὴ ποὺ ἡ ἔκτρωση τὴν ἔφερε σὲ σύγκρουση μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση της, τὴ μητρότητα καὶ τὴν προστασία τῆς ζωῆς.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς σὲ μιὰ συζήτηση γιὰ ἕνα ἰδιαιτέρως σοβαρὸ κοινωνικὸ πρόβλημα τέθηκε τόσο ἔντονα τὸ ζήτημα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς χρήσης της. Ὁ σεβασμὸς στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ προβάλλει ἡ Ἐκκλησία ἐνάντια στὴν ἀφαίρεση τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου, ἔστω κι ἂν βρίσκεται στὴν ἐμβρυακὴ ἀκόμα φάση, θεωρεῖται ἀπαγόρευση καὶ ἄρα στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ γεγονὸς ὅτι μία κυοφοροῦσα μητέρα ὠθεῖται ἀπὸ τὸν ἐρωτικὸ σύντροφο – πατέρα τοῦ παιδιοῦ της, τοὺς γονεῖς της καὶ τὴν κοινωνία νὰ δώσει τέλος στὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ της, αὐτὸ θεωρεῖται ἔνδειξη ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ψυχικὴ ὑγεία τῆς κοπέλας καὶ τὴν καλὴ κοινωνική της εἰκόνα. Τὸ ἐρώτημα εἶναι κατὰ πόσον διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία αὐτῆς τῆς κοπέλας, ὅταν αὐτὴ καταπνίγεται ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἄλλων· τοῦ ἐρωτικοῦ της συζύγου ποὺ δὲν ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθύνες του, τῶν γονέων της ποὺ πάνω ἀπ’ ὅλα βάζουν τὸ «τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος», τῆς κοινωνίας ποὺ μὲ ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον προτιμᾶ νὰ μὴ γεννηθεῖ ποτὲ ἕνα παιδί, παρὰ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ μάνα ἀνήλικη ἢ ἀνύπανδρη. Καὶ στὸ τέλος ποιὰ στήριξη μποροῦν νὰ παράσχουν στὴν τραυματισμένη ψυχὴ αὐτῆς τῆς μάνας αὐτοὶ ποὺ τὴν ὁδήγησαν στὸ τραῦμα; Ἀντίθετα ὅταν μία κοπέλα ἀποφασίσει νὰ «κρατήσει» ἕνα παιδί, παρὰ τὴν ἀντίδραση συζύγου καὶ γονιῶν, δὲν τὸ μετανιώνει ποτέ. Τοὐναντίον ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ κάνει ὅσους ἀντιδροῦσαν νὰ μετανιώσουν γιὰ τὴ στάση τους καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ νὰ γίνεται πηγὴ ἐλπίδας καὶ ἀγάπης μέσα στὴν οἰκογένεια.
Ἔκρινα σκόπιμη τὴν ἀναφορὰ στὸ περιεχόμενο τῆς τηλεοπτικῆς αὐτῆς συζήτησης ὄχι ἀπὸ καποιὰ διάθεση ἀπολογητική, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὴ ἀποτέλεσε ἀφορμὴ δικοῦ μου προβληματισμοῦ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸ ὁποῖο κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἐνήλικες καὶ παιδιά, τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας καὶ τὴ χρήση της. Κυρίως ὅμως ἡ συζήτηση αὐτὴ ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ περισσότερη αὐτοκριτικὴ, στὸ κατὰ πόσον ἡ Ἐκκλησία ἐμπνέει στοὺς ἀνθρώπους καὶ κυρίως τοὺς νέους τὴ σωστὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας καὶ στὴν ποιμαντικὴ φροντίδα ποὺ ἀσκεῖται γιὰ τὴ θεραπεία τῶν ἀστοχιῶν (αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει ἡ ἁμαρτία στὴν ὀρθόδοξη παράδοση· εἶναι ἡ ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου νὰ διαχειριστεῖ σωστὰ τὴν ἐλευθερία του καὶ ὄχι κάποια παράβαση ἢ ἔγκλημα).
Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας σίγουρα δὲν εἶναι νὰ θέτει ἀπαγορεύσεις καὶ νὰ ἐπισύρει ποινὲς. Αὐτὸ δὲν τὸ θέλει οὔτε κι ὁ Θεός. Ἡ Ἐκκλησία καταφάσκει στὸ «Πάντα μοι ἔξεστιν - Ὅλα ἐπιτρέπονται», θέλει ὅμως νὰ προφυλάξει τὰ παιδιά της ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς ἐκεῖνες ποὺ δὲν «συμφέρουν», δὲν ὠφελοῦν, ἀλλὰ ποὺ πολλὲς φορὲς καταστρέφουν. Θέλει ἡ χρήση τοῦ ἀπόλυτου ἀγαθοῦ τῆς ἐλευθερίας, τοῦ «Πᾶντά μοι ἔξεστιν», νὰ γίνεται μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μὴν ὁδηγεῖ σὲ ἄλλες ἐξαρτήσεις, σὲ στέρηση δηλαδὴ τῆς ἐλευθερίας. Θέλει ὁ κάθε ἄνθρωπος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποκτήσει «νοῦν ἡγεμόνα», λογισμὸ ποὺ μὲ τὸ θεῖο φωτισμὸ νὰ κυβερνᾶ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχὴ κὰι νὰ μὴν κυβερνᾶται. Γιατὶ τὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας μας δὲν τὴν προκαλοῦν μόνο ἐξωτερικοὶ παράγοντες, ἀλλὰ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς γινόμαστε δοῦλοι τοῦ ἐγωισμοῦ μας, τοῦ «κακοῦ μας ἑαυτοῦ» ἢ «τοῦ παλαιοῦ ἐν ἡμῖν ἀνθρώπου» κατὰ τὸν Παῦλο. Τὰ πάθη, γιὰ τὰ ὁποῖα πολὺς λόγος γίνεται στὴν πατερικὴ θεολογία, ἔχουν πάλι τὴν ἔννοια τοῦ ἐθισμοῦ καὶ τῆς ἐξάρτησης καὶ ὡς τέτοια καλοῦνται ψυχοφθόρα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας «εἰς ἀποτροπὴν καὶ ἐμπόδιον τῆς φαύλης μου καὶ πονηρᾶς συνηθείας, εἰς ἀπονέκρωσιν τῶν παθῶν, εἰς περιποίησιν τῶν ἐντολῶν σου, εἰς προσθήκην τῆς θείας σου χάριτος καὶ τῆς σῆς βασιλείας οἰκείωσιν» (Ἀκολουθία Θείας Μεταλήψεως, Εὐχὴ Γ΄, Ἰω. Χρυσοστόμου).
Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴ θεραπεία τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς μας, καὶ κυρίως ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἐξαρτήσεις, τονίζεται ἀπὸ ὅλους ἡ σημασία τῆς πρόληψης. Πιστεύω ὅτι οἱ ἀλήθειες τὶς ὁποῖες ἐκφράζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα σ’ ἕνα μόνο στίχο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους συστήνουν τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ «μέτρο πρόληψης». «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει. Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Γνωρίζω ὅτι ὅλα ἐπιτρέπονται, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅλα μπορῶ, ἂν θέλω, νὰ τὰ κάνω, ἀκόμα καὶ νὰ ἀφαιρέσω τὴ ζωὴ ἑνὸς συνανθρώπου μου, ποὺ εἶναι ἡ χειρότερη μορφὴ ἐξευτελισμοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Θὰ δῶ ὅμως τί πραγματικὰ μὲ συμφέρει, μὲ κριτήριο τί μὲ κρατᾶ πραγματικὰ ἐλεύθερο. Γιατὶ εἶναι πάντοτε πιθανὸ μία ἐλεύθερη ἐπιλογή μου νὰ μοῦ στερήσει τὴν ἐλευθερία μου, νὰ μὲ ὁδηγήσει ὥστε νὰ ἐξουσιάζομαι, νὰ εἶμαι ἐξαρτημένος ἀπὸ πράγματα  καὶ ἀνθρώπους. Αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο μέσο προφύλαξης ποὺ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε στὰ παιδιά μας. Νὰ τὰ μάθουμε νὰ «βάζουν ὅρια», νὰ ἔχουν «νοῦν ἡγεμόνα», νὰ εἶναι κύριοι τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐπιλογῶν τους καὶ ὅταν, ὅπως εἶναι γιὰ ὅλους μας φυσικό, ἀστοχήσουν, τότε νὰ εἴμαστε ἐκεῖ νὰ τοὺς στηρίξουμε νὰ βάλουν μιὰ νέα ἀρχή. Ποτὲ ἕνα λάθος δὲ διορθώνεται μὲ ἄλλο λάθος.
Κι ἐπειδὴ ἡ σωστὴ διαχείριση τοῦ θείου δώρου τῆς ἐλευθερίας δὲν εἶναι κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ θεῖο χάρισμα κι αὐτό, κατορθούμενο μέσα ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, πτώσεις καὶ ἀνορθώσεις, προσευχὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, νὰ μάθουμε νὰ κάνουμε «θέμα προσευχῆς» κάθε κρίσιμη ἢ λιγότερο κρίσιμη ἀπόφαση στὴ ζωή μας, νὰ ζητοῦμε τὸ θεῖο φωτισμό, νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἐλευθεροῦσα χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν ὁποῖον γεννᾶ τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.
Μία εὐχὴ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων λέει πολλὰ γιὰ τὸ θεῖο αὐτὸ κατόρθωμα τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας:
 «Ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ αἰνετός, ὁ τῷ ζωοποιῷ τοῦ Χριστοῦ σου θανάτῳ εἰς ἀφθαρσίαν ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς μεταστήσας, σὺ πάσας ἡμῶν τὰς αἰσθήσεις τῆς ἐμπαθοῦς νεκρώσεως ἐλευθέρωσον, ἀγαθὸν ταύταις ἡγεμόνα τὸν ἔνδοθεν λογισμὸν ἐπιστήσας. Καὶ ὀφθαλμὸς μὲν ἀπέστω παντὸς πονηροῦ βλέμματος, ἀκοὴ δὲ λόγοις ἀργοῖς ἀνεπίβατος, ἡ δὲ γλῶσσα καθαρευέτω ῥημάτων ἀπρεπῶν. Ἅγνισον ἡμῶν τὰ χείλη τὰ αἰνοῦντά σε, Κύριε· τὰς χεῖρας ἡμῶν ποίησον τῶν μὲν φαύλων ἀπέχεσθαι πράξεων, ἐνεργεῖν δὲ μόνα τὰ σοὶ εὐάρεστα, πάντα ἡμῶν τὰ μέλη καὶ τὴν διάνοιαν τῇ σῇ κατασφαλιζόμενος χάριτι».
Δηλαδή, «Σὺ Θεέ μας, ποὺ εἶσαι μέγας καὶ ἄξιος νὰ σὲ ὑμνοῦμε, ἐσὺ ποὺ μὲ τὸ ζωοποιὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ σου μᾶς μετέστησες ἀπὸ τὴ  φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἐλευθέρωσε τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴ νέκρωση ποὺ προκαλοῦν τὰ πάθη, θέτοντας σ’ αὐτὲς ὡς καλὸ ἡγεμόνα τὸ ἐσωτερικὸ λογισμό, τὴ συνείδηση. Καὶ τὰ μάτια νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε πονηρὸ βλέμμα, ἡ ἀκοὴ νὰ μὴ δίνει σημασία σὲ λόγια ποὺ δὲν ὠφελοῦν, καὶ ἡ γλῶσσα νὰ καθαρίζεταί ἀπὸ λόγια ἄπρεπα. Ἅγνισέ μας, Κύριε, τὰ χείλη ποὺ σὲ ὑμνοῦν· τὰ χέρια μας κάνε νὰ ἀπέχουν ἀπὸ πράξεις κακὲς καὶ νὰ ἐνεργοῦν μόνο αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀρεστὰ σὲ σένα. Κατασφαλίζοντας ὅλα μας τὰ μέλη καὶ τὴ διάνοια μὲ τὴ δική σου χάρη».

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Η πιστή σύζυγος

-Γέροντα, μιὰ γυναίκα τὴν ἐγκατέλειψε ὁ ἄνδρας της, πῆρε καὶ τὸ παιδὶ, καὶ ἔχει σχέσεις μὲ δὺο ἄλλες γυναὶκες. Μὲ ρώτησε τί νὰ κάνη.
-Νὰ τῆς πῆς, ὅσο μπορεῖ, νὰ κάνη ὑπομονή, προσευχή, καὶ νὰ φέρεται μὲ καλοσύνη. Νὰ περιμένη· νὰ μὴ διαλύσει τὸν γάμο ἡ ἴδια. Κάποιος περιφρονοῦσε τὴν γυναίκα του, τὴν κακαμεταχειριζόταν, καὶ αὐτὴ τὰ ἀνατιμετώπιζε ὅλα μὲ ὑπομονὴ καὶ καλοσύνη, μέχρι ποὺ πέθανε σχετικὰ νέα. Ὅταν ἔκαναν τὴν ἐκταφή της, βγῆκε ἀπὸ τὸν τάφο μία εὐωδία.
Ἀπόρησαν ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ.
Βλέπετε, αὐτὴ ἀντιμετώπιζε τὰ πάντα μὲ ὑπομονὴ σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, γι’ αὐτὸ δικαιώθηκε στὴν ἄλλη ζωή.
Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση. Ἕνα κοσμικὸ παιδὶ εἶχε συμπαθήσει μιὰ κοπέλα ποὺ ζοῦσε πνευματικά. Γιὰ νὰ τὸν συμπαθήση καὶ ἡ κοπέλα, προσπαθοῦσε νὰ ζῆ κι αὐτὸς πνευματικά, ἐκκλησιαζόταν κ.λπ. Τελικὰ παντρεύτηκαν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ χρόνια ἐκεῖνος ἄρχισε πάλι τὴν κοσμικὴ ζωή.
Ἐνῶ εἶχαν καὶ μεγάλα παιδιὰ -ἕνα ἀγόρι στὸ πανεπιστήμιο καὶ δύο κοπέλες, μία στὸ λύκειο καὶ μία στὸ γυμνάσιο –αὐτὸς συνέχιζε νὰ ζῆ ἄσωτα. Εἶχε μιὰ μεγάλη ἐπιχείρηση καὶ ἔβγαζε πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ τὰ περισσότερα τὰ ἐξόδευε μὲ τὴν ἄσωτη ζωή του.
Ἡ καημένη ἡ σύζυγός του κρατοῦσε τὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκονομία ποὺ ἔκανε καὶ τὰ παιδιά της μὲ τὶς συμβουλές της. Δὲν κατηγοροῦσε τὸν πατέρα τους, γιὰ νὰ μὴν τὸν σιχαθοῦν καὶ τραυματισθοῦν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν.
Τὰ βράδια ποὺ γύριζε ἀργά, εὔκολα τὸν δικαιολογοῦσε, λέγοντας στὰ παιδιὰ ὅτι ἔχει δουλειὲς, ἀλλὰ τὸ μεσημέρι ποὺ πήγαινε στὸ σπίτι μὲ κάποια φιλαενάδα του, τί νὰ ἔλεγε; Γιατί, τί ἔκανε ὁ ἀθεόφοβος αὐτὸς ἄνθρωπος; -ἄν καὶ δὲν ἀξίζει νὰ τὸν λέη κανείς ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καθόλου ἀνθρωπιά.
Τηλεφωνοῦσε στὴν γυναίκα του νὰ τοῦ ἑτοιμάση τὰ φαγητὰ ποὺ ἐπιθυμοῦσε καὶ ἐρχόταν τὸ μεσημέρι μὲ κάποια ἀπὸ τὶς φιλενάδες του γιὰ φαγητὸ. Ἡ καημένη ἡ μάνα, γιὰ νὰ μὴν μποῦν σὲ ἄσχημους λογισμοὺς τὰ παιδιά της, τοὺς καλοδεχόταν.
Ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι δική της φίλη καὶ πέρασε ὁ σύζυγος της ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ τὴν ἔφερε στὸ σπίτι τους, μὲ τὸ αὐτοκίνητό του. Ἔστελνε μὲ τρόπο τὰ παιδιὰ στὰ δωμάτιά τους, γιὰ νὰ διαβάσουν, γιατὶ φοβόταν μήπως δοῦν καμμιὰ ἄσχημη σκηνή, ἐπειδὴ δυστυχῶς αὐτὸς δὲν πρόσεχε, ἀλλὰ ἀσχημονοῦσε καὶ μέσα στὸ σπίτι. Αὐτὸ γινόταν κάθε μεσημέρι καὶ κάθε τόσο τῆς κουβαλοῦσε καὶ ἄλλο πρόσωπο.
Ἀφοῦ τὰ παιδιὰ ἔφθασαν νὰ λένε στὴν μητέρα τους: «Πόσες φίλες ἔχεις, μαμά;» . «Γνωριζόταμασταν ἀπὸ παλιά», τοὺς ἔλεγε ἐκείνη. Ἐν τῷ μεταξὺ αὐτὸς τὴν εἶχε τὴν καημένη χειρότερα καὶ ἀπὸ ὑπηρέτρια, διότι τῆς φερόταν μὲ πολλή βαρβαρότητα.
Σκεφθῆτε τώρα, αὐτὴ ἡ μάνα κάθε μέρα νὰ ὑπηρετῆ δύο κτήνη, ποὺ ἀτίμαζαν τὸ σπίτι, καὶ νὰ βάζη συνέχεια καλοὺς λογισμοὺς στὰ παιδιά της. Καὶ δὲν εἶναι ὅτι ἤξερε πὼς τὸ θέμα αὐτὸ θὰ λήξη ἔπειτα ἀπὸ ἕνα διάστημα, ὥστε νὰ πῆ: «θὰ κάνω ὑπομονὴ» καὶ νὰ ἔχη καὶ λίγη παρηγοριά.
Αὐτὴ ἡ κατάσταση συνεχίστηκε ἀρκετὰ χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε δώσει ὁ ταλαίπωρος πολλὰ δικαιώματα στὸν διάβολο, ἑπόμενο ἦταν νὰ δέχεται φοβερὲς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις. Ἦταν σὰν τρελλός, δὲν ἤλεγχε τὸν ἑαυτό του, ὅλα τοῦ ἔφταιγαν.
Μιὰ μέρα λοιπὸν, ὅπως ἔτρεχε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, καθὼς ἦταν μεθυσμένος ἀπὸ τὴν σαρκικὴ μέθη, ξέφυγε ἀπὸ τό δρόμο καὶ ἔπεσε στὸ γκρεμό. Τὸ αὐτοκίνητο διαλύθηκε καὶ αὐτός τραυματίστηκε σοβαρά. Τὸν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο καὶ ὕστερα ἀπὸ μιὰ σχετικὴ νοσηλεία τὸν πῆγαν στὸ σπίτι σακατεμένο.
Καμμιὰ φιλενάδα του δὲν τὸν πλησίασε, γιατὶ δὲν εἶχε πιὰ οὔτε πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπό του ἦταν παραμορφωμένο. Ἡ καλὴ σύζυγος ὅμως καὶ καλὴ μάνα τὸν περιποιόταν μὲ πολλὴ καλοσύνη, χωρίς νὰ τοῦ θυμίζη τίποτε ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή του.
Αὐτὸ τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀλλοίωσε πνευματικὰ. Μετανόησε εἰλικρινὰ, ζήτησε καὶ ἐξομολογήθηκε, ἔζησε λίγα χρόνια χριστιανικά, μὲ ἐσωτερική εἰρήνη, καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Μετὰ τὸν θάνατο του τὸ ἀγόρι ἀνέλαβε τὴν δουλειά του καὶ συντηροῦσε τὴν οἰκογένεια.
Ζοῦσαν ἀγαπημένα τὰ παιδιὰ, γιατὶ εἶχαν πάρει καλὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὴν καλὴ μάνα. Αὐτὴ ἡ μάνα ἦταν ἡρωίδα.
Ἤπιε ὅλα τὰ φαρμάκια, γιὰ νὰ μὴ διαλυθῆ ἡ οἰκογένειά της καὶ πικραθοῦν τὰ παιδιὰ της, κράτησε τὴν οἰκογένεια σωστά, ἔσωσε καὶ τὸν ἄνδρα της, ἀποταμίευσε καὶ αὐτὴ οὐράνιο μισθό. Ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν γυναίκα θὰ τὴν βάλη στὴν καλύτερη θέση στὸν Παράδεισο.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 51-54 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ