Ιεροδιακόνου Αυγουστίνου Κκαρά
Πρωτότυπο κείμενο
21. Τω καιρώ εκείνω εξελθών εκείθεν ο Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος. 22. Και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν αυτώ λέγουσα• ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. 23. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Και προσελθόντες oι μαθηται αυτού ήρώτων αυτόν λέγοντες• απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. 24. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. 25. Η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα• Κύριε, βοήθει μοι. 26. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ εστί καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοίς κυναρίοις. 27. Η δε είπε• ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. 28. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή• ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις- γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης.
Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε ο Ιησούς από τα μέρη εκείνα (της Γαλιλαίας), αναχώρησε στα μέρη της Τύρου και Σιδώνος. Και να μια γυναίκα Χαναναία από εκείνη την περιοχή βγήκε και φώναζε: « Ελέησε με, Κύριε, υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται άσχημα από το δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν της απάντησε ούτε με μια λέξη. Και ήλθαν οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Απομάκρυνε την, γιατί φωνάζει από πίσω μας». Ο Κύριος όμως αποκρίθηκε: «Δεν είμαι σταλμένος παρά μόνο για τα χαμένα πρόβατα της γενεάς του Ισραήλ». Αυτή δε (η Χαναναία) αφού τον πλησίασε, τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησε με». Εκείνος της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό πράγμα να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλάκια». Αυτή δε είπε• «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε: «Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου• ας γίνει, όπως συ θέλεις». Και θεραπεύτηκε από εκείνη την ώρα η θυγατέρα της.
Η πίστη της Χαναναίας γυναίκας
Ο Ιησούς Χριστός εξέρχεται από την Γεννησαρέτ, η οποία ήταν αμιγώς Ιουδαϊκή περιοχή και πορεύεται προς τις περιοχές των πόλεων Τύρου και Σιδώνος, οι οποίες βρίσκονται σε αρκετή απόσταση βόρεια των Ιεροσολύμων. Τα μέρη αυτά, η γνωστή τότε Φοινίκη κατοικείτο από ειδωλολατρικά έθνη, ωστόσο υπήρχαν και Ιουδαίοι αναμεμιγμένοι με τους Εθνικούς. Το γεγονός αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο μέσα στα ιερά ευαγγέλια, αφού και σε πολλές άλλες περιπτώσεις ο Ιησούς Χριστός πορεύεται σε ειδωλολατρικά μέρη, για να κηρύξει το ευαγγέλιό Του, επισφραγίζοντας έτσι την οικουμενικότητα της Μεσσιανικής του αποστολής.
Στην πορεία του αυτή ο Ιησούς Χριστός συναντάται με την Χαναναία γυναίκα της σημερινής περικοπής, η οποία με κραυγή μεγάλης πίστης ζητά το έλεός Του για τη δαιμονισμένη κόρη της. Υπό κανονικές συνθήκες η Χαναναία γυναίκα δε θα τολμούσε να ζητήσει τη βοήθεια ενός Ιουδαίου, αφού οι κάτοικοι της Συριακής Φοινίκης, απόγονος των οποίων ήταν και η Χαναναία διατηρούσαν μεγάλη έχθρα προς τους Ιουδαίους. Την πληροφορία για την καταγωγή της Χαναναίας μας τη δίδει ο ευαγγελιστής Μάρκος στην αντίστοιχη διήγησή του: «η δε γυνή ην Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει» (Μαρκ. 7,26). Η αίτηση της Χαναναίας προς τον Ιησού Χριστό: «ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ• ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται», φανερώνει ότι και εκείνη παρά την καταγωγή της, πίστευε στην έλευση του Μεσσία, ο οποίος θα προερχόταν από τη βασιλική οικογένεια του Δαβίδ. Η πίστη της αυτή ήταν αποτέλεσμα ιουδαϊκής επίδρασης εξαιτίας της γειτνίασης της Φοινίκης με την Ιουδαία, αλλά και της συνύπαρξης Ιουδαίων και Εθνικών. Εξάλλου η φήμη του Ιησού Χριστού ως Μεσσία και θεραπευτή είχε λάβει ευρύτερες διαστάσεις και είχε διαδοθεί και σε ειδωλολατρικά εδάφη.
Η στάση σιωπής του Ιησού Χριστού «ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λογον» απέναντι στο αίτημα της Χαναναίας δημιουργεί πολλά ερωτηματικά τόσο στους ίδιους τους μαθητές του, όσο και στους διάφορους ερμηνευτές. Δεν ήταν συνήθεια του Ιησού Χριστού να αδιαφορεί στα αιτήματα των ανθρώπων που τον πλησίαζαν. Οι μαθητές κάτω από τον φόβο μήπως οι κραυγές της γυναίκας προσελκύσουν την προσοχή του πλήθους, ζητούν από τον Διδάσκαλο: «απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Η παύση της σιωπής του Ιησού Χριστού και η διακήρυξη: «ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ», ικανοποιεί αφενός τις πεποιθήσεις των μαθητών Του, αφετέρου αυξάνει τα ερωτηματικά των ερμηνευτών και αναγνωστών της περικοπής. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Ισραήλ περιόριζαν τη Μεσσιανική αποστολή του Χριστού μόνο μεταξύ των Ιουδαίων, αποκλείοντας όλους τους άλλους ανθρώπους. Άλλωστε σε άλλη περίπτωση ο Ιησούς Χριστός αποστέλλοντας τους μαθητές Του για το κήρυγμα του ευαγγελίου Του, τους υπέδειξε: «εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε, πορεύεσθε δε μάλλον προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Ματθ. 10,5-6). Η διακήρυξή Του όμως αυτή δεν έμελλε να έχει μεγάλη διάρκεια, αφού αμέσως μετά την Ανάστασή Του υπέδειξε και πάλιν στους μαθητές Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Επομένως η Βασιλεία του Θεού ανοίγεται σε όλη την οικουμένη.
Η Χαναναία γυναίκα ωστόσο δεν απογοητεύεται από το λόγο αυτό του Ιησού Χριστού και συνεχίζει να ζητά το έλεός Του με μεγαλύτερη ένταση: «η δε ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα• Κύριε, βοήθει μοι». Η απάντηση και πάλιν του Ιησού Χριστού είναι άκρως απογοητευτική και υποτιμητική γι΄ αυτήν: «ουκ εστί καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοίς κυναρίοις». Άρτος είναι η θεραπεία, την οποία ζητά η Χαναναία για την κόρη της, τα τέκνα είναι οι Ιουδαίοι και τα κυνάρια, τα σκυλιά οι Εθνικοί. Μετά την τοποθέτηση αυτή του Ιησού Χριστού φαίνεται να μην υπάρχει πλέον ελπίδα για την Χαναναία, αφού έτσι και δια στόματος του Διδασκάλου επιβεβαιώνεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών.
Βεβαίως ο λόγος αυτός του Ιησού Χριστού λαμβάνει αλληγορική σημασία. Ο διαχωρισμός μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών ήταν δεδομένος και επικρατούσε ευρύτερα η συνήθεια μεταξύ των Ιουδαίων αν αποκαλούν τους Εθνικούς σκύλους. Ο όρος σκυλιά με τον οποίο χαρακτηρίζονταν οι Εθνικοί, σημαίνει τα αδέσποτα σκυλιά που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και ήταν ακάθαρτα. Ο Ιησούς Χριστός όμως δεν μένει σε αυτή την απλή διαπίστωση αλλά προχωρεί πάρα πέρα και χαρακτηρίζει τους Εθνικούς με το υποκοριστικό «κυνάρια», δηλαδή τα μικρά σκυλάκια, όρος που αφορά στα κατοικίδια σκυλιά. Έτσι οι Εθνικοί δεν είναι πλέον αδέσποτοι σκύλοι, αλλά ανήκουν και αυτοί σε κάποιον οικοδεσπότη και βρίσκονται στην ευρύτερη οικογένεια των τέκνων του Θεού. Στην παράλληλη διήγησή του ο ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει: «άφες πρώτον χορτασθήναι τα τέκνα» (Μαρκ. 7,27). Δεν αρνείται λοιπόν τον άρτο της ζωής στους Εθνικούς, ούτε το θεωρεί αποκλειστικό προνόμιο των Ιουδαίων, παρά το γεγονός ότι έχουν την προτεραιότητα ως ο εκλεκτός λαός του Θεού. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μετά τη συνάντησή Του με την Χαναναία γυναίκα ο Ιησούς Χριστός πραγματοποιεί το θαύμα του πολλαπλασιασμού των επτά άρτων και των λίγων ψαριών σε μια εθνική περιοχή στη Γαλιλαία, όπου έφαγαν και χόρτασαν τόσο Ιουδαίοι, όσο και Εθνικοί που άκουγαν το κήρυγμά του.
Η απάντηση της Χαναναίας δεν θα ήταν αναμενόμενη αν την κρίνουμε από την ανθρώπινή της πλευρά: «ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Ανθρωπίνως και λογικά σκεπτόμενη η Χαναναία θα έπρεπε να αντιδράσει στους λόγους αυτούς του Ιησού Χριστού και να απομακρυνθεί από κοντά του. Η στάση της όμως μαρτυρεί το μεγαλείο και την σταθερότητα της πίστης της. Η βεβαιότητα και η εμπιστοσύνη της στον Ιησού Χριστό κάνουν την πίστη της σταθερή και ακλόνητη. Αποδέχεται ωστόσο ότι πρώτη προτεραιότητα του Μεσσιανικού έργου του Ιησού Χριστού είναι ο εκλεκτός λαός του Ισραήλ, δέχεται ότι εκείνοι είναι οι κύριοι που κάθονται στο δείπνο του Θεού, ενώ οι υπόλοιποι, οι Εθνικοί που απομακρύνθηκαν από τον αληθινό Θεό δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Δέχεται τον όρο για την ίδια και τους ομοεθνείς της, ότι είναι τα σκυλάκια του σπιτιού, όμως και αυτά έχουν τη θέση τους μέσα στην ευρύτερη οικογένεια και χωρίς να στερούν το ψωμί από τα παιδιά, τρέφονται με τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι τους. Οι λόγοι αυτοί της Χαναναίας έγιναν η αιτία της επιβράβευσής της από τον Ιησού Χριστό και της θεραπείας της δαιμονισμένης κόρης της: «ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις- γενηθήτω σοι ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης». Με το θαύμα αυτό γίνεται η υπέρβαση των ορίων μεταξύ Ισραήλ και Εθνών και το μήνυμα του ευαγγελίου καθίσταται πλέον υπερεθνικό και οικουμενικό.
Η Μεσσιανική δράση του Ιησού Χριστού δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να περιοριστεί στα στενά πλαίσια ενός έθνους. Αυτό θα ήταν αντίθετο με το θέλημα του Θεού «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ.2,4). Αυτή τη διάσταση δίδει πάντοτε η Εκκλησία στη ζωή και τη δράση της μέσα στον κόσμο. Ποτέ δεν περιόρισε την αποστολή της στα στενά όρια κάποιων εθνών, αλλά απευθύνθηκε σε όλη την οικουμένη και αυτό πράττει και σήμερα με την ιεραποστολική της προσπάθεια στις χώρες της Αφρικής, της Ασίας κλπ, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο, προσφέροντας ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αλλά και δίδοντας τρόφιμα στους φτωχούς ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικών, φυλετικών ή άλλων διακρίσεων. Εξάλλου και στις δύσκολες μέρες που ζούμε με την οικονομική και γενικότερη κρίση να ταλαιπωρεί τους ανθρώπους και να τους οδηγεί στην φτώχεια και την ανέχεια η Εκκλησία δεν έμεινε αδιάφορη, αλλά προσφέρει την ελεημοσύνη της αδιακρίτως σε όλους. Η Εκκλησία ακολουθώντας το παράδειγμα του Αρχηγού της προσφέρει τον άρτο της Ζωής, αλλά και τον επιούσιο άρτο στα παιδιά της, χωρίς να ζητά πιστοποιητικά εθνικής καταγωγής η θρησκευτικής πεποίθησης. Άλλωστε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως η Μήτηρ Εκκλησία το 1872 καταδίκασε ως «αίρεση» τον Εθνοφυλετισμό (ρατσισμό) και έδωσε το στίγμα της παρουσίας και μαρτυρίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στο σύγχρονο πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό κόσμο μας. Η μαρτυρία της πρέπει να είναι η έκφραση του θελήματος του Θεού: «ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ.2,4).
Αναδημοσίευση: Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου